χαλκοπληθής: Difference between revisions
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
(6_7) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χαλκοπληθής''': -ές, γεν. έος, [[πλήρης]] χαλκοῦ, ὡπλισμένος μὲ χαλκόν, στρατὸς Εὐρ. Ἱκ. 1219. | |lstext='''χαλκοπληθής''': -ές, γεν. έος, [[πλήρης]] χαλκοῦ, ὡπλισμένος μὲ χαλκόν, στρατὸς Εὐρ. Ἱκ. 1219. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />plein d’airain, <i>càd</i> recouvert d’une armure d’airain.<br />'''Étymologie:''' [[χαλκός]], [[πλῆθος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:45, 9 August 2017
English (LSJ)
ές,
A multitudinous and bronze-clad, στρατός E.Supp.1220.
German (Pape)
[Seite 1331] ές, mit Erz gefüllt, beladen, mit Erz vollständig gerüstet, Eur. Suppl. 1219 στρατός.
Greek (Liddell-Scott)
χαλκοπληθής: -ές, γεν. έος, πλήρης χαλκοῦ, ὡπλισμένος μὲ χαλκόν, στρατὸς Εὐρ. Ἱκ. 1219.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
plein d’airain, càd recouvert d’une armure d’airain.
Étymologie: χαλκός, πλῆθος.