ἀπολογίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

εἰπὼν ἃ θέλεις, ἀντάκουε ἃ μὴ θέλεις → if you say what you want, hear in response what you don't want

Source
(6_13a)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπολογίζομαι''': μέλλ. -ῐοῦμαι Δίων Κ.: ἀόρ. ἀπελογισάμην Πλάτ., κλ.· Δωρ. -ιξάμην Συλλ. Ἐπιγρ. 1845. 95: πρκμ. ἀπολελόγισμαι Συλλ. Ἐπιγρ. 108. 19, 115. 6, Διον. Ἁλ. πρὸς Πομπ. 1· ἀλλ’ ἐπὶ παθ. σημασ. Ξεν. (ἴδε κατωτέρ.): ― Ἀποθ. Κρατῶ ἢ [[κάμνω]] λογαριασμούς, [[λογαριάζω]], δίδω λογαριασμόν, Λατ. rationes reddere, ἀπ. κατ’ ἐνιαυτὸν Ξεν. Ἑλλ. 6. 1, 3· ἀπ. τὰς προσόδους, [[παρέχω]] λογαριασμὸν τῶν προσόδων, Αἰσχίν. 57. 23, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. ἔνθ’ ἀνωτ., καὶ 1570α, κ. ἀλλ.: ― Παθ. τὰ εἰς ἐνιαυτὸν ἀπολελογισμένα, ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα ὑπελογίσαμεν ὅτι θὰ διαρκέσωσιν ἓν [[ἔτος]], Ξεν. Οἰκ. 9, 8. 2) ἀπ. εἴς τι, [[ἀναφέρω]] τι εἴς τι, [[ταῦτα]] ξύμπαντα εἰς τὸ [[πέρας]] ἀπολογιζόμενοι [[καλῶς]] ἂν δοκοῖμεν δρᾶν τοῦτο Πλάτ. Φίλ. 25Β. ΙΙ. ὑπολογίζω ὅτι ἐντὸς χρονικοῦ διαστήματος θὰ γείνῃ τι, καὶ ἀπελογίζετο… δυοῖν ἢ τριῶν ἡμερῶν… Θήβας μὲν πολιορκουμένας… ἀκούσεσθαι κτλ. Δημ. 347. 15: ὑπολογίζω, [[σταθμίζω]], ἵν’ ἐναργέστερον ἀπολογισώμεθα πότερον… Πλάτ. Σοφ. 261C. ΙΙΙ. διηγοῦμαι λεπτομερῶς, ἀπολογιζόμενοι τὴν εὔνοιαν καὶ τὴν προθυμίαν κτλ. Πολύβ. 20. 13, 2· ἀπελογίζοντο [[περί]] τε τῶν καθ’ ἑαυτοὺς καὶ περὶ τῶν κατὰ τὴν πατρίδα 8. 26, 4· ὡς… 4. 25, 4. ― Περὶ τοῦ ἐνεργ. ἀπολογίζω, ἴδε [[ἀπολοπίζω]]. ― Λέξις τοῦ πεζοῦ λόγου.
|lstext='''ἀπολογίζομαι''': μέλλ. -ῐοῦμαι Δίων Κ.: ἀόρ. ἀπελογισάμην Πλάτ., κλ.· Δωρ. -ιξάμην Συλλ. Ἐπιγρ. 1845. 95: πρκμ. ἀπολελόγισμαι Συλλ. Ἐπιγρ. 108. 19, 115. 6, Διον. Ἁλ. πρὸς Πομπ. 1· ἀλλ’ ἐπὶ παθ. σημασ. Ξεν. (ἴδε κατωτέρ.): ― Ἀποθ. Κρατῶ ἢ [[κάμνω]] λογαριασμούς, [[λογαριάζω]], δίδω λογαριασμόν, Λατ. rationes reddere, ἀπ. κατ’ ἐνιαυτὸν Ξεν. Ἑλλ. 6. 1, 3· ἀπ. τὰς προσόδους, [[παρέχω]] λογαριασμὸν τῶν προσόδων, Αἰσχίν. 57. 23, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. ἔνθ’ ἀνωτ., καὶ 1570α, κ. ἀλλ.: ― Παθ. τὰ εἰς ἐνιαυτὸν ἀπολελογισμένα, ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα ὑπελογίσαμεν ὅτι θὰ διαρκέσωσιν ἓν [[ἔτος]], Ξεν. Οἰκ. 9, 8. 2) ἀπ. εἴς τι, [[ἀναφέρω]] τι εἴς τι, [[ταῦτα]] ξύμπαντα εἰς τὸ [[πέρας]] ἀπολογιζόμενοι [[καλῶς]] ἂν δοκοῖμεν δρᾶν τοῦτο Πλάτ. Φίλ. 25Β. ΙΙ. ὑπολογίζω ὅτι ἐντὸς χρονικοῦ διαστήματος θὰ γείνῃ τι, καὶ ἀπελογίζετο… δυοῖν ἢ τριῶν ἡμερῶν… Θήβας μὲν πολιορκουμένας… ἀκούσεσθαι κτλ. Δημ. 347. 15: ὑπολογίζω, [[σταθμίζω]], ἵν’ ἐναργέστερον ἀπολογισώμεθα πότερον… Πλάτ. Σοφ. 261C. ΙΙΙ. διηγοῦμαι λεπτομερῶς, ἀπολογιζόμενοι τὴν εὔνοιαν καὶ τὴν προθυμίαν κτλ. Πολύβ. 20. 13, 2· ἀπελογίζοντο [[περί]] τε τῶν καθ’ ἑαυτοὺς καὶ περὶ τῶν κατὰ τὴν πατρίδα 8. 26, 4· ὡς… 4. 25, 4. ― Περὶ τοῦ ἐνεργ. ἀπολογίζω, ἴδε [[ἀπολοπίζω]]. ― Λέξις τοῦ πεζοῦ λόγου.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀπολογιοῦμαι, <i>ao.</i> ἀπελογισάμην, <i>pf.</i> ἀπολελόγισμαι;<br /><b>1</b> rendre compte de, acc.;<br /><b>2</b> calculer : ἀπ. [[εἴς]] [[τι]] rattacher un compte à un titre <i>ou</i> chapitre (de recettes, de dépenses) ; <i>fig.</i> avec la prop. inf. au fut. calculer <i>ou</i> conjecturer que.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[λογίζομαι]].
}}
}}

Revision as of 19:45, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπολογίζομαι Medium diacritics: ἀπολογίζομαι Low diacritics: απολογίζομαι Capitals: ΑΠΟΛΟΓΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: apologízomai Transliteration B: apologizomai Transliteration C: apologizomai Beta Code: a)pologi/zomai

English (LSJ)

fut.

   A -ῐοῦμαι Phld.Lib. p.50 O., D.C.Fr.109: aor. ἀπελογισάμην Pl.Sph.261c(prob.); Dor. -ιξάμην IG9(1).694.97 (Corcyra): pf. ἀπολελόγισμαι ib.2.594.19, 329.16, D.H.Pomp.1.17 codd.: in pass. sense, X.Oec.9.8:—render an account, ἀ. κατ' ἐνιαυτόν Id.HG6.1.3; ἀ. τὰς προσόδους render an account of the receipts, Aeschin.3.25, cf. IG7.303.21 (Orop.); τῇ βουλῇ καὶ τῷ δήμῳ ib.2.594.19:—Pass., τὰ ἀπολελογισμένα the estimates, X.Oec.9.8.    2 ἀ. εἵς τι refer to a head or class, Pl.Phlb. 25b.    II reckon on a thing, calculate that it will be... c. acc. et inf., D.19.20; ἀπολογιεῖται πεῖσαι . . will count on persuading, Phld. l.c.; calculate fully, ἀ. πότερον . . Pl.Sph.l.c.    III give a brief account of, τι Arist.Rh.Al.1433b38; περί τινος ib.1444b31; but, recount at length, τι Plb.21.3.2; περίτινος Id.8.24.7; ὡς . . Id.4.25.4.— Prose word: Act., reject, Suid.

German (Pape)

[Seite 313] dep. med., 1) Abrechnung halten, berechnen, Xen. Hell. 6, 1, 3; τὰς προσόδους τῷ δήμῳ Aesch. 3, 25; εἴς τι, wozu rechnen, Plat. Phil. 25 a; erwägen, πότερον – Soph. 261 c; πῶς, τίνα τρόπον, Pol. 4, 25. 23, 9. – 2) her-, aufzählen, Dem. 19, 20; übh. etwas aufzählend auseinandersetzen, τὰ ἀδικήματα, τᾷν προθυμίαν, Pol. 4, 7. 20, 13; Sp.; übh. sprechen, περί τινος Pol. 8, 26. – Das act., Ar. bei B. A. 430; aber Antiphan. bei Ath. III, 120 b lies't Mein. nach Fritsch. em. ἀπολοπίζων; – pass., τὰ εἰς ἐνιαυτὸν ἀπολελογισμένα Xen. Oec. 9, 8, der auf's Jahr berechnete Vorrath.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπολογίζομαι: μέλλ. -ῐοῦμαι Δίων Κ.: ἀόρ. ἀπελογισάμην Πλάτ., κλ.· Δωρ. -ιξάμην Συλλ. Ἐπιγρ. 1845. 95: πρκμ. ἀπολελόγισμαι Συλλ. Ἐπιγρ. 108. 19, 115. 6, Διον. Ἁλ. πρὸς Πομπ. 1· ἀλλ’ ἐπὶ παθ. σημασ. Ξεν. (ἴδε κατωτέρ.): ― Ἀποθ. Κρατῶ ἢ κάμνω λογαριασμούς, λογαριάζω, δίδω λογαριασμόν, Λατ. rationes reddere, ἀπ. κατ’ ἐνιαυτὸν Ξεν. Ἑλλ. 6. 1, 3· ἀπ. τὰς προσόδους, παρέχω λογαριασμὸν τῶν προσόδων, Αἰσχίν. 57. 23, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. ἔνθ’ ἀνωτ., καὶ 1570α, κ. ἀλλ.: ― Παθ. τὰ εἰς ἐνιαυτὸν ἀπολελογισμένα, ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα ὑπελογίσαμεν ὅτι θὰ διαρκέσωσιν ἓν ἔτος, Ξεν. Οἰκ. 9, 8. 2) ἀπ. εἴς τι, ἀναφέρω τι εἴς τι, ταῦτα ξύμπαντα εἰς τὸ πέρας ἀπολογιζόμενοι καλῶς ἂν δοκοῖμεν δρᾶν τοῦτο Πλάτ. Φίλ. 25Β. ΙΙ. ὑπολογίζω ὅτι ἐντὸς χρονικοῦ διαστήματος θὰ γείνῃ τι, καὶ ἀπελογίζετο… δυοῖν ἢ τριῶν ἡμερῶν… Θήβας μὲν πολιορκουμένας… ἀκούσεσθαι κτλ. Δημ. 347. 15: ὑπολογίζω, σταθμίζω, ἵν’ ἐναργέστερον ἀπολογισώμεθα πότερον… Πλάτ. Σοφ. 261C. ΙΙΙ. διηγοῦμαι λεπτομερῶς, ἀπολογιζόμενοι τὴν εὔνοιαν καὶ τὴν προθυμίαν κτλ. Πολύβ. 20. 13, 2· ἀπελογίζοντο περί τε τῶν καθ’ ἑαυτοὺς καὶ περὶ τῶν κατὰ τὴν πατρίδα 8. 26, 4· ὡς… 4. 25, 4. ― Περὶ τοῦ ἐνεργ. ἀπολογίζω, ἴδε ἀπολοπίζω. ― Λέξις τοῦ πεζοῦ λόγου.

French (Bailly abrégé)

f. ἀπολογιοῦμαι, ao. ἀπελογισάμην, pf. ἀπολελόγισμαι;
1 rendre compte de, acc.;
2 calculer : ἀπ. εἴς τι rattacher un compte à un titre ou chapitre (de recettes, de dépenses) ; fig. avec la prop. inf. au fut. calculer ou conjecturer que.
Étymologie: ἀπό, λογίζομαι.