περιωπή: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ δ' ἐκ τυράννων αἰσχροκέρδειαν φιλεῖ → The race of tyrants loves shameful profit

Sophocles, Antigone, 1056
(6_9)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περιωπή''': ἡ, (ὤψ) [[τόπος]] ἐξ οὗ τις βλέπει εἰς [[λίαν]] μακρὰν ἀπόστασιν ὁλόγυρα, ὡς τὸ [[σκοπιά]], Ἰλ. Ξ. 8, Ψ. 451, Ὀδ. Κ. 146, Πλάτ. Πολιτικ. 272Ε· ἐκ περιωπῆς, ἐκ τόπου ὑψηλοῦ, ἐκ τόπου ἐξ οὗ δύναταί τις νὰ βλέπῃ τί γίνεται ὁλόγυρα, ἐκ περιωπῆς ἑωρακὼς Λουκ. Συμπ. 11, Εἰκ. 1· ἐκ π. τοῦ Πηλίου, ἐκ τῆς κορυφῆς τοῦ Π., Φιλόστρ. 729. ΙΙ. [[περίβλεψις]], [[προσοχή]], πολλὴν π. τινος ποιεῖσθαι, «φροντίδα, πρόνοιαν, περίσκεψιν» (Σχόλ.), Θουκ. 4. 86.
|lstext='''περιωπή''': ἡ, (ὤψ) [[τόπος]] ἐξ οὗ τις βλέπει εἰς [[λίαν]] μακρὰν ἀπόστασιν ὁλόγυρα, ὡς τὸ [[σκοπιά]], Ἰλ. Ξ. 8, Ψ. 451, Ὀδ. Κ. 146, Πλάτ. Πολιτικ. 272Ε· ἐκ περιωπῆς, ἐκ τόπου ὑψηλοῦ, ἐκ τόπου ἐξ οὗ δύναταί τις νὰ βλέπῃ τί γίνεται ὁλόγυρα, ἐκ περιωπῆς ἑωρακὼς Λουκ. Συμπ. 11, Εἰκ. 1· ἐκ π. τοῦ Πηλίου, ἐκ τῆς κορυφῆς τοῦ Π., Φιλόστρ. 729. ΙΙ. [[περίβλεψις]], [[προσοχή]], πολλὴν π. τινος ποιεῖσθαι, «φροντίδα, πρόνοιαν, περίσκεψιν» (Σχόλ.), Θουκ. 4. 86.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> lieu d’où la vue s’étend alentour, poste d’observation (donjon, guérite, <i>etc.</i>) ; [[ἐκ]] περιωπῆς ὁρᾶν LUC voir de haut <i>ou</i> de loin;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> circonspection, vigilance : περιωπὴν ποιεῖσθαι THC sauvegarder.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[ὄψομαι]].
}}
}}

Revision as of 19:46, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιωπή Medium diacritics: περιωπή Low diacritics: περιωπή Capitals: ΠΕΡΙΩΠΗ
Transliteration A: periōpḗ Transliteration B: periōpē Transliteration C: periopi Beta Code: periwph/

English (LSJ)

ἡ, (ὤψ)

   A place commanding a wide view, Il.14.8, 23.451, Od.10.146, Pl.Plt.272e ; παράκτιος π. AP 6.167 (Agath.) ; ἐκ περιωπῆς from a place of vantage, by a bird's-eye view, Luc.Symp.11, Im.1 ; ἐκ π. τοῦ Πηλίου from the summit of P., Philostr.Her.19.1.    II circumspection, πολλὴν π. τινὸς ποιεῖσθαι to show much caution in a thing, Th.4.87.    III contemplation, ἐπιστήμης, τοῦ θείου, Procl in Alc.pp.19,21 C. : pl., ταῖς τοῦ νοῦ π. Dam.Pr.54.

German (Pape)

[Seite 602] ἡ, Ort, von wo man weit oder rings um sich sehen kann, dasselbe, was σκοπιά, Warte; Il. 14, 8. 23, 451 Od. 10, 146; Plat. polit. 272 e; Sp. : παράκτιος, Agath. 28 (VI, 167); θαλασσαίη, 50 (IX, 653); ἐκ περιωπῆς ἑωρακώς, Luc. Conv. 11; – dah. die Umsicht, Vorsicht, περιωπὴν ποιεῖσθαί τινος, Thuc. 4, 87, vorsichtig sein.

Greek (Liddell-Scott)

περιωπή: ἡ, (ὤψ) τόπος ἐξ οὗ τις βλέπει εἰς λίαν μακρὰν ἀπόστασιν ὁλόγυρα, ὡς τὸ σκοπιά, Ἰλ. Ξ. 8, Ψ. 451, Ὀδ. Κ. 146, Πλάτ. Πολιτικ. 272Ε· ἐκ περιωπῆς, ἐκ τόπου ὑψηλοῦ, ἐκ τόπου ἐξ οὗ δύναταί τις νὰ βλέπῃ τί γίνεται ὁλόγυρα, ἐκ περιωπῆς ἑωρακὼς Λουκ. Συμπ. 11, Εἰκ. 1· ἐκ π. τοῦ Πηλίου, ἐκ τῆς κορυφῆς τοῦ Π., Φιλόστρ. 729. ΙΙ. περίβλεψις, προσοχή, πολλὴν π. τινος ποιεῖσθαι, «φροντίδα, πρόνοιαν, περίσκεψιν» (Σχόλ.), Θουκ. 4. 86.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 lieu d’où la vue s’étend alentour, poste d’observation (donjon, guérite, etc.) ; ἐκ περιωπῆς ὁρᾶν LUC voir de haut ou de loin;
2 fig. circonspection, vigilance : περιωπὴν ποιεῖσθαι THC sauvegarder.
Étymologie: περί, ὄψομαι.