περίβλεψις

From LSJ

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίβλεψις Medium diacritics: περίβλεψις Low diacritics: περίβλεψις Capitals: ΠΕΡΙΒΛΕΨΙΣ
Transliteration A: períblepsis Transliteration B: periblepsis Transliteration C: perivlepsis Beta Code: peri/bleyis

English (LSJ)

περιβλέψεως, ἡ,
A looking about or gazing about, Hp.Epid.7.11 (pl.); ὀμμάτων περιβλέψεις Arist.Phgn.808a16.
2 close examination, Plu.Alex.23.
II admiration, Epicur.Sent.Vat.81: pl., Phld. Oec.p.66 J.

German (Pape)

[Seite 570] ἡ, das Umblicken, Unschauen; ὀμμάτων, Arist. physiogn. 3, 9; Umsicht, καὶ ἐπιμέλεια, Plut. Alex. 23.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
observation attentive, vigilance.
Étymologie: περιβλέπω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περίβλεψις -εως, ἡ [περιβλέπω] blik om zich heen; Hp.; toezicht:. περίβλεψις ἐπὶ τῆς τραπέζας toezicht op de maaltijd Plut. Alex. 23.6.

Russian (Dvoretsky)

περίβλεψις: εως ἡ
1 разглядывание, осматривание (τῶν ὀμμάτων Arst.);
2 внимательное наблюдение, пристальное внимание: ἐπιμέλεια καὶ π. τῆς τραπέζης Plut. разборчивость в кушаньях.

Greek Monotonic

περίβλεψις: -εως, ἡ, ματιά ολόγυρα, κοίταγμα τριγύρω, ακριβής εξέταση, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

περίβλεψις: -εως, ἡ, τὸ περιβλέπειν ἢ βλέπειν ὁλόγυρα, Ἱππ. 1212Η· π. ὀμμάτων Ἀριστ. Φυσιογν. 3. 9. 2) ἀκριβὴς ἐξέτασις, Πλουτ. Ἀλέξ. 23.

Middle Liddell

περίβλεψις, εως,
a looking about: close examination, Plut.