περίβλεψις
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
English (LSJ)
περιβλέψεως, ἡ,
A looking about or gazing about, Hp.Epid.7.11 (pl.); ὀμμάτων περιβλέψεις Arist.Phgn.808a16.
2 close examination, Plu.Alex.23.
II admiration, Epicur.Sent.Vat.81: pl., Phld. Oec.p.66 J.
German (Pape)
[Seite 570] ἡ, das Umblicken, Unschauen; ὀμμάτων, Arist. physiogn. 3, 9; Umsicht, καὶ ἐπιμέλεια, Plut. Alex. 23.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
observation attentive, vigilance.
Étymologie: περιβλέπω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περίβλεψις -εως, ἡ [περιβλέπω] blik om zich heen; Hp.; toezicht:. περίβλεψις ἐπὶ τῆς τραπέζας toezicht op de maaltijd Plut. Alex. 23.6.
Russian (Dvoretsky)
περίβλεψις: εως ἡ
1 разглядывание, осматривание (τῶν ὀμμάτων Arst.);
2 внимательное наблюдение, пристальное внимание: ἐπιμέλεια καὶ π. τῆς τραπέζης Plut. разборчивость в кушаньях.
Greek Monotonic
περίβλεψις: -εως, ἡ, ματιά ολόγυρα, κοίταγμα τριγύρω, ακριβής εξέταση, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
περίβλεψις: -εως, ἡ, τὸ περιβλέπειν ἢ βλέπειν ὁλόγυρα, Ἱππ. 1212Η· π. ὀμμάτων Ἀριστ. Φυσιογν. 3. 9. 2) ἀκριβὴς ἐξέτασις, Πλουτ. Ἀλέξ. 23.
Middle Liddell
περίβλεψις, εως,
a looking about: close examination, Plut.