δελεάζω: Difference between revisions

From LSJ

Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.

Source
(6_13b)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δελεάζω''': μέλλ. –άσω, ([[δέλεαρ]]) ἐξαπατῶ ἢ [[συλλαμβάνω]] διὰ δολώματος, Ἰσοκρ. 166Α· τὴν γραῦν δ. λεπάστῃ Ἀντιφ. Ἀσκλ. 1.– Παθ., γαστρὶ δελεάζεσθαι Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 4· [[ῥᾳστώνῃ]] καὶ σχολῇ Δημ. 241. 2. ΙΙ. [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., [[νῶτον]] ὑὸς περὶ [[ἄγκιστρον]], δ., θέτω πλάτην χοίρου εἰς τὸ [[ἄγκιστρον]] ὡς [[δόλωμα]], Ἡρόδ. 2. 70· [[ἀλλά]], δ. [[ἄγκιστρον]] ἰσχάδι, τὸ δολώνω διὰ σύκου, Λουκ. Ἁλ. 47· δ. [[ἄγκιστρον]] ἐπ’ ἄλλους, προσπαθῶ νὰ συλλάβω ἄλλους, [[αὐτόθι]] 48.
|lstext='''δελεάζω''': μέλλ. –άσω, ([[δέλεαρ]]) ἐξαπατῶ ἢ [[συλλαμβάνω]] διὰ δολώματος, Ἰσοκρ. 166Α· τὴν γραῦν δ. λεπάστῃ Ἀντιφ. Ἀσκλ. 1.– Παθ., γαστρὶ δελεάζεσθαι Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 4· [[ῥᾳστώνῃ]] καὶ σχολῇ Δημ. 241. 2. ΙΙ. [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., [[νῶτον]] ὑὸς περὶ [[ἄγκιστρον]], δ., θέτω πλάτην χοίρου εἰς τὸ [[ἄγκιστρον]] ὡς [[δόλωμα]], Ἡρόδ. 2. 70· [[ἀλλά]], δ. [[ἄγκιστρον]] ἰσχάδι, τὸ δολώνω διὰ σύκου, Λουκ. Ἁλ. 47· δ. [[ἄγκιστρον]] ἐπ’ ἄλλους, προσπαθῶ νὰ συλλάβω ἄλλους, [[αὐτόθι]] 48.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> ἐδελέασα;<br /><b>1</b> garnir d’une amorce, amorcer, acc.;<br /><b>2</b> prendre <i>ou</i> chercher à prendre avec une amorce, amorcer ; <i>fig.</i> chercher à séduire, acc..<br />'''Étymologie:''' [[δέλεαρ]].
}}
}}

Revision as of 19:46, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δελεάζω Medium diacritics: δελεάζω Low diacritics: δελεάζω Capitals: ΔΕΛΕΑΖΩ
Transliteration A: deleázō Transliteration B: deleazō Transliteration C: deleazo Beta Code: delea/zw

English (LSJ)

(δέλεαρ)

   A entice or catch by a bait, τὴν γραῦν δ. λεπαστῇ Antiph.45, cf. Hdn.2.15.3; δ. τινὰς ἐπὶ πλεονεξίαν Onos.6.10:— Pass., γαστρὶ δελεάζεσθαι X.Mem.2.1.4, cf. Isoc.8.34, Epicur.Sent. Vat.16, Phld.Lib.p.14O.; ῥᾳστώνῃ καὶ σχολῇ D.18.45; ὑπὸ χρημάτων, ὑπὸ τῆς ἡδονῆς, Luc.Apol.9, Jul.Or.6.185a.    II c. acc. cogn., νῶτον ὑὸς περὶ ἄγκιστρον δ. put it on the hook as a bait, Hdt. 2.70; but δ. ἄγκιστρον ἰσχάδι bait it with a fig, Luc.Pisc.47; δ. ἄγκιστρον ἐπ' ἄλλους to catch others. ib.48.

German (Pape)

[Seite 543] mit Köder versehen, νῶτον ὑὸς περὶ ἄγκιστρον δελεάζειν, als Lockspeise an einer Angel befestigen, Her. 2, 70; τὸ ἄγκιστρον ἰσχάδι, mit einer Feige als Köder versehen, Luc. Pisc. 47; ἐπί τινα ibd. 48, als Lockspeise gegen ihn gebrauchen; – τινά, anködern, anlocken, Isocr. 8, 34; übertr., betrügen, berücken, fangen, Pol. 6, 9, 6 u. a. Sp.; pass., ῥαστώνῃ καὶ σχολῇ δελεάζεσθαι Dem. 18, 45; χάριτι Pol. 38, 3, 11; γαστρί Xen. Mem. 2, 1, 4. – Med., an sich locken, Aesop. fab. 195.

Greek (Liddell-Scott)

δελεάζω: μέλλ. –άσω, (δέλεαρ) ἐξαπατῶ ἢ συλλαμβάνω διὰ δολώματος, Ἰσοκρ. 166Α· τὴν γραῦν δ. λεπάστῃ Ἀντιφ. Ἀσκλ. 1.– Παθ., γαστρὶ δελεάζεσθαι Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 4· ῥᾳστώνῃ καὶ σχολῇ Δημ. 241. 2. ΙΙ. μετὰ συστοίχ. αἰτ., νῶτον ὑὸς περὶ ἄγκιστρον, δ., θέτω πλάτην χοίρου εἰς τὸ ἄγκιστρον ὡς δόλωμα, Ἡρόδ. 2. 70· ἀλλά, δ. ἄγκιστρον ἰσχάδι, τὸ δολώνω διὰ σύκου, Λουκ. Ἁλ. 47· δ. ἄγκιστρον ἐπ’ ἄλλους, προσπαθῶ νὰ συλλάβω ἄλλους, αὐτόθι 48.

French (Bailly abrégé)

ao. ἐδελέασα;
1 garnir d’une amorce, amorcer, acc.;
2 prendre ou chercher à prendre avec une amorce, amorcer ; fig. chercher à séduire, acc..
Étymologie: δέλεαρ.