μάτη: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87
(6_3)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μάτη''': [ᾰ], ἡ, = [[ματία]], [[μάταιος]] [[κόπος]], [[μωρία]], [[σφάλμα]], Αἰσχύλ. Χο. 918· μάταισι πολυθρόοις, θορυβώδεσι ζητήσεσι, ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 820· οὔ τί τοι [[μέτρον]] μάτας Σοφ. Ἀποσπ. 788. (Ἐντεῦθεν [[ματάω]], [[ματᾴζω]], [[μάτην]], [[μάταιος]]· [[ἴσως]] δὲ καὶ τὸ μὰψ [[εἶναι]] συγγενές).
|lstext='''μάτη''': [ᾰ], ἡ, = [[ματία]], [[μάταιος]] [[κόπος]], [[μωρία]], [[σφάλμα]], Αἰσχύλ. Χο. 918· μάταισι πολυθρόοις, θορυβώδεσι ζητήσεσι, ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 820· οὔ τί τοι [[μέτρον]] μάτας Σοφ. Ἀποσπ. 788. (Ἐντεῦθεν [[ματάω]], [[ματᾴζω]], [[μάτην]], [[μάταιος]]· [[ἴσως]] δὲ καὶ τὸ μὰψ [[εἶναι]] συγγενές).
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />chose vaine, action <i>ou</i> démarche vaine.<br />'''Étymologie:''' pê apparenté au <i>lat.</i> mentiri.
}}
}}

Revision as of 19:47, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μάτη Medium diacritics: μάτη Low diacritics: μάτη Capitals: ΜΑΤΗ
Transliteration A: mátē Transliteration B: matē Transliteration C: mati Beta Code: ma/th

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ,

   A folly, fault, μάτας εἰπών speaking folly, Stesich.47, cf. A.Ch.918 (pl.); μάταισι πολυθρόοις with clamorous lewdness, Id.Supp. 820 (lyr.) (but expld. by Sch. as 'quest'); οὔ τί τοι μέτρον μάτας S.Fr.798.    II cf. μάτην ad fin.

German (Pape)

[Seite 101] ἡ, = ματία, Fehler, Vergehen, Aesch. Ch. 905; auch φυγάδα μάταισι πολυθρόοις βίαια δίζηνται λαβεῖν, Suppl. 800, von dem Hin- u. Herrennen der Verfolger; οὔτι τοι μέτρον μάτας, Soph. frg. 788; εἰς μάτην, = μάτην, ins Gelag, in den Tag hinein, Luc. Tragodop. 28.

Greek (Liddell-Scott)

μάτη: [ᾰ], ἡ, = ματία, μάταιος κόπος, μωρία, σφάλμα, Αἰσχύλ. Χο. 918· μάταισι πολυθρόοις, θορυβώδεσι ζητήσεσι, ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 820· οὔ τί τοι μέτρον μάτας Σοφ. Ἀποσπ. 788. (Ἐντεῦθεν ματάω, ματᾴζω, μάτην, μάταιος· ἴσως δὲ καὶ τὸ μὰψ εἶναι συγγενές).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
chose vaine, action ou démarche vaine.
Étymologie: pê apparenté au lat. mentiri.