ἐπημύω: Difference between revisions

From LSJ

οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Source
(6_2)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπημύω''': [[κλίνω]] πρὸς τὰ [[κάτω]], κάμπτομαι, «γέρνω», ἐπὶ δ’ ἠμύει ἀσταχύεσσιν (ἐξυπ. τὸ λήϊον) Ἰλ. Β. 148, πρβλ. Νικ. Θ. 870, κλ. Περὶ τῆς ποσότητος ἴδε [[ἠμύω]].
|lstext='''ἐπημύω''': [[κλίνω]] πρὸς τὰ [[κάτω]], κάμπτομαι, «γέρνω», ἐπὶ δ’ ἠμύει ἀσταχύεσσιν (ἐξυπ. τὸ λήϊον) Ἰλ. Β. 148, πρβλ. Νικ. Θ. 870, κλ. Περὶ τῆς ποσότητος ἴδε [[ἠμύω]].
}}
{{bailly
|btext=se pencher.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἠμύω]].
}}
}}

Revision as of 19:48, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπημύω Medium diacritics: ἐπημύω Low diacritics: επημύω Capitals: ΕΠΗΜΥΩ
Transliteration A: epēmýō Transliteration B: epēmyō Transliteration C: epimyo Beta Code: e)phmu/w

English (LSJ)

   A bend or bow down, ἐπὶ δ' ἠμύει ἀσταχύεσσιν (sc. τὸ λήϊον) Il.2.148, cf. Nic.Th.870, Opp.H.1.228, C.4.123. ἐπήν, v. ἐπεί.

German (Pape)

[Seite 920] sich senken, neigen, VLL. ἐπικατακλᾶν, ἐμπίπτειν; Nic. Th. 870; ἐπημύει δὲ κεραίη Opp. Hal. 1, 228 [wo υ, vgl. ἠμύω; Philostr. im. 2, 34.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπημύω: κλίνω πρὸς τὰ κάτω, κάμπτομαι, «γέρνω», ἐπὶ δ’ ἠμύει ἀσταχύεσσιν (ἐξυπ. τὸ λήϊον) Ἰλ. Β. 148, πρβλ. Νικ. Θ. 870, κλ. Περὶ τῆς ποσότητος ἴδε ἠμύω.

French (Bailly abrégé)

se pencher.
Étymologie: ἐπί, ἠμύω.