ἀρχιερεύς: Difference between revisions

From LSJ

κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίωςdeath is better than a life of misery, it is better not to live at all than to live in misery

Source
(6_8)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀρχιερεύς''': έως, ὁ: Ἰων. ἀρχιέρεως, εω, ὁ, Ἡρόδ. 2. 37, [[ὡσαύτως]] ἐν Πλάτ. Νόμ. 947Α: αἰτ. πλ. ἀρχιρέας (ἐκ τοῦ ἀρχιρεὺς) Ἡρόδ. 2. 142: - [[ἀρχιερεύς]], ἔνθ’ ἀνωτ. καὶ [[συχν]]. ἐν Ἐπιγρ., Συλλ. Ἐπιγρ. 381-3, 479, κ. ἀλλ.: - ἐν Ῥώμῃ ὁ Pontifex Maximus, Πλούτ. Νουμ. 9· ἀρχ. μέγιστος, ἐπὶ τοῦ αὐτοκράτορος, Συλλ. Ἐπιγρ. 320, 1305, κ. ἀλλ.: - ἐν Ἱερουσαλὴμ ὁ [[ἀνώτατος]] ἱερεὺς τῶν Ἰουδαίων, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κς΄, 3, κτλ.
|lstext='''ἀρχιερεύς''': έως, ὁ: Ἰων. ἀρχιέρεως, εω, ὁ, Ἡρόδ. 2. 37, [[ὡσαύτως]] ἐν Πλάτ. Νόμ. 947Α: αἰτ. πλ. ἀρχιρέας (ἐκ τοῦ ἀρχιρεὺς) Ἡρόδ. 2. 142: - [[ἀρχιερεύς]], ἔνθ’ ἀνωτ. καὶ [[συχν]]. ἐν Ἐπιγρ., Συλλ. Ἐπιγρ. 381-3, 479, κ. ἀλλ.: - ἐν Ῥώμῃ ὁ Pontifex Maximus, Πλούτ. Νουμ. 9· ἀρχ. μέγιστος, ἐπὶ τοῦ αὐτοκράτορος, Συλλ. Ἐπιγρ. 320, 1305, κ. ἀλλ.: - ἐν Ἱερουσαλὴμ ὁ [[ἀνώτατος]] ἱερεὺς τῶν Ἰουδαίων, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κς΄, 3, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=έως (ὁ) :<br />grand-prêtre.<br />'''Étymologie:''' [[ἄρχω]], [[ἱερεύς]].
}}
}}

Revision as of 19:49, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρχῐερεύς Medium diacritics: ἀρχιερεύς Low diacritics: αρχιερεύς Capitals: ΑΡΧΙΕΡΕΥΣ
Transliteration A: archiereús Transliteration B: archiereus Transliteration C: archiereys Beta Code: a)rxiereu/s

English (LSJ)

έως, ὁ: Ion. ἀρχῐέρεως, εω, Hdt.2.37, also in Pl.Lg.947a: acc. pl. ἀρχιρέας v.l. in Hdt.2.142:—

   A arch-priest, chief-priest, ll. cc., freq. in Inscrr., νήσου OGI93.3 (Cyprus), etc.: esp. in Roman provinces, of the Imperial cult, ἀ. Ἀσίας ib. 458.31, etc., cf. PRyl.149.2 (i A. D.), etc.:—at Rome, = pontifex, Plu. Num.9, etc.; ἀ. μέγιστος, = pontifex maximus, SIG832, etc. (but ἀρχιερεύς alone, IG7.2711, etc.):—at Jerusalem, high-priest, LXX Le. 4.3, Ev.Matt.26.3, etc. (Spelt ἀρχι-ιερεύς IGRom.4.882 (Themisonium)).

German (Pape)

[Seite 366] ὁ, Oberpriester, Her. 2, 143 u. öfter; pontifex maximus, Plut. Num. 9.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρχιερεύς: έως, ὁ: Ἰων. ἀρχιέρεως, εω, ὁ, Ἡρόδ. 2. 37, ὡσαύτως ἐν Πλάτ. Νόμ. 947Α: αἰτ. πλ. ἀρχιρέας (ἐκ τοῦ ἀρχιρεὺς) Ἡρόδ. 2. 142: - ἀρχιερεύς, ἔνθ’ ἀνωτ. καὶ συχν. ἐν Ἐπιγρ., Συλλ. Ἐπιγρ. 381-3, 479, κ. ἀλλ.: - ἐν Ῥώμῃ ὁ Pontifex Maximus, Πλούτ. Νουμ. 9· ἀρχ. μέγιστος, ἐπὶ τοῦ αὐτοκράτορος, Συλλ. Ἐπιγρ. 320, 1305, κ. ἀλλ.: - ἐν Ἱερουσαλὴμ ὁ ἀνώτατος ἱερεὺς τῶν Ἰουδαίων, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κς΄, 3, κτλ.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
grand-prêtre.
Étymologie: ἄρχω, ἱερεύς.