ἀτμήν: Difference between revisions
From LSJ
Τὸν αὐτὸν αἰνεῖν καὶ ψέγειν ἀνδρὸς κακοῦ → Hominis mali est culpare, quem laudaverit → Den selben lobt und tadelt nur ein schlechter Mann
(6_6) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀτμήν''': -ένος, ὁ [[δοῦλος]], [[ὑπηρέτης]], Ἐτυμολ. Μ. 164. 32· [[ὡσαύτως]], ἄτμενος, ὁ, Εὐστ. 1750. 62, Ἡσύχ.· ἀλλὰ καὶ θηλ. [[τύπος]] ἀδμενίς, ίδιος, ἐν Ἐτυμ. Μ. 18. 32, - [[ὅπερ]] ἐτυμολογικῶς [[εἶναι]] ὀρθόν, ἂν ὡς τὸ [[δμώς]] παράγηται ἐκ τοῦ [[δαμάω]]. | |lstext='''ἀτμήν''': -ένος, ὁ [[δοῦλος]], [[ὑπηρέτης]], Ἐτυμολ. Μ. 164. 32· [[ὡσαύτως]], ἄτμενος, ὁ, Εὐστ. 1750. 62, Ἡσύχ.· ἀλλὰ καὶ θηλ. [[τύπος]] ἀδμενίς, ίδιος, ἐν Ἐτυμ. Μ. 18. 32, - [[ὅπερ]] ἐτυμολογικῶς [[εἶναι]] ὀρθόν, ἂν ὡς τὸ [[δμώς]] παράγηται ἐκ τοῦ [[δαμάω]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ένος (ὁ) :<br />esclave, serviteur.<br />'''Étymologie:''' DELG pê emprunté à l’Asie mineure. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:49, 9 August 2017
English (LSJ)
ένος, ὁ,
A slave, servant, Call.Aet.1.1.19, Epic.inArch.Pap. 7.4, Et.Gen., Sch.Nic.Al.172,426.
German (Pape)
[Seite 387] ένος, ὁ, Knecht, Diener, VLL. Im E. M. auch ἀδμενίς, welches auf eine Ableitung von δαμάω führt; vgl. Nic. Al. 172 unter ἀτμεύω, wo πνοιαῖς συνδάμναται ἐχθραῖς folgt.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτμήν: -ένος, ὁ δοῦλος, ὑπηρέτης, Ἐτυμολ. Μ. 164. 32· ὡσαύτως, ἄτμενος, ὁ, Εὐστ. 1750. 62, Ἡσύχ.· ἀλλὰ καὶ θηλ. τύπος ἀδμενίς, ίδιος, ἐν Ἐτυμ. Μ. 18. 32, - ὅπερ ἐτυμολογικῶς εἶναι ὀρθόν, ἂν ὡς τὸ δμώς παράγηται ἐκ τοῦ δαμάω.
French (Bailly abrégé)
ένος (ὁ) :
esclave, serviteur.
Étymologie: DELG pê emprunté à l’Asie mineure.