ἄχωρ: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
(6_19)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄχωρ''': -ορος, ὁ· [[οὗτος]] [[εἶναι]] ὁ [[γνήσιος]] [[τύπος]], οὐχὶ ἀχώρ, ῶρος, ὡς γράφεται ὑπὸ Ἀλεξ. Τραλλ. κατ’ ἀναλογίαν πρὸς τὸ ἰχώρ, ῶρος· [[ἕλκος]] μικρὸν τῷ δέρματι τῆς κεφαλῆς γινόμενον· ῥέει δὲ ἐξ [[αὐτοῦ]] [[ἰχὼρ]] [[ὅμοιος]] μέλιτι, «[[ἄχωρ]], ἐξανθήματος [[εἶδος]], καθ’ ὃ συμβαίνει [[κολλώδης]] [[ὑγρασία]], καὶ [[οἷον]] πιτυρώδεις λεπίδας ἐπιφέρεσθαι. Μάλιστα δὲ περὶ τὴν κεφαλὴν εἴωθε γίνεσθαι» Ἐρωτιαν. σ. 100. ἴδε Δινδ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 360, Bgk. ἐν τοῖς Meineke Κωμ. Ἀποσπάσμ. 2. 1120.
|lstext='''ἄχωρ''': -ορος, ὁ· [[οὗτος]] [[εἶναι]] ὁ [[γνήσιος]] [[τύπος]], οὐχὶ ἀχώρ, ῶρος, ὡς γράφεται ὑπὸ Ἀλεξ. Τραλλ. κατ’ ἀναλογίαν πρὸς τὸ ἰχώρ, ῶρος· [[ἕλκος]] μικρὸν τῷ δέρματι τῆς κεφαλῆς γινόμενον· ῥέει δὲ ἐξ [[αὐτοῦ]] [[ἰχὼρ]] [[ὅμοιος]] μέλιτι, «[[ἄχωρ]], ἐξανθήματος [[εἶδος]], καθ’ ὃ συμβαίνει [[κολλώδης]] [[ὑγρασία]], καὶ [[οἷον]] πιτυρώδεις λεπίδας ἐπιφέρεσθαι. Μάλιστα δὲ περὶ τὴν κεφαλὴν εἴωθε γίνεσθαι» Ἐρωτιαν. σ. 100. ἴδε Δινδ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 360, Bgk. ἐν τοῖς Meineke Κωμ. Ἀποσπάσμ. 2. 1120.
}}
{{bailly
|btext=ωρος (ὁ),<br />gourme AR. fr. 360 (acc. ἄχορα) ; GAL. DIOSC.
}}
}}

Revision as of 19:49, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄχωρ Medium diacritics: ἄχωρ Low diacritics: άχωρ Capitals: ΑΧΩΡ
Transliteration A: áchōr Transliteration B: achōr Transliteration C: achor Beta Code: a)/xwr

English (LSJ)

[ᾰ], ορος, ὁ,

   A scurf, dandriff, Ar.Fr.410, etc. (ἀχώρ, ῶρος, in Alex.Trall.1.8, Paul.Aeg.3.3, Dsc.1.33, al., cf. Phryn.PSp.8 B., AB 475, after the analogy of ἰχώρ, ῶρος, but ἄχωρ acc. to Hdn.Gr.2.937.)

Greek (Liddell-Scott)

ἄχωρ: -ορος, ὁ· οὗτος εἶναιγνήσιος τύπος, οὐχὶ ἀχώρ, ῶρος, ὡς γράφεται ὑπὸ Ἀλεξ. Τραλλ. κατ’ ἀναλογίαν πρὸς τὸ ἰχώρ, ῶρος· ἕλκος μικρὸν τῷ δέρματι τῆς κεφαλῆς γινόμενον· ῥέει δὲ ἐξ αὐτοῦ ἰχὼρ ὅμοιος μέλιτι, «ἄχωρ, ἐξανθήματος εἶδος, καθ’ ὃ συμβαίνει κολλώδης ὑγρασία, καὶ οἷον πιτυρώδεις λεπίδας ἐπιφέρεσθαι. Μάλιστα δὲ περὶ τὴν κεφαλὴν εἴωθε γίνεσθαι» Ἐρωτιαν. σ. 100. ἴδε Δινδ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 360, Bgk. ἐν τοῖς Meineke Κωμ. Ἀποσπάσμ. 2. 1120.

French (Bailly abrégé)

ωρος (ὁ),
gourme AR. fr. 360 (acc. ἄχορα) ; GAL. DIOSC.