φιβάλεως: Difference between revisions
κακὸς μὲν γὰρ ἑκὼν οὐδείς → no one is voluntarily wicked, no one is voluntarily bad
(6_3) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φῐβάλεως''': [ᾰ], ω, ἡ, [[εἶδος]] πρωΐμου σύκου οὕτω κληθέντος ἐκ τοῦ Φίβαλις, ἡ, ἥτις ἦν [[τόπος]] Μεγαρίδος ἢ κατ’ ἄλλους τῆς Ἀττικῆς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 802· ― πληθ. ὀνομαστ. φιβάλεῳ (κοινῶς φιβάλεοι), Τηλεκλείδης ἐν «Ἀμφυκτύοσι» 3· γεν., τῶν φιβάλεων σύκων Φερεκράτης ἐν «Κραπατάλλοις», 1, ἢ μόνον φιβάλεων, Ἕρμιππ. ἐν «Στρατιώταις» 10· αἰτ., [[φιβάλεως]] ἰσχάδας Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., ἢ μόνον [[φιβάλεως]], Ἀπολλοφάνης ἐν «Κρησὶν» 1. ΙΙ. τὸ [[δένδρον]] τὸ φέρον τὰ σῦκα [[ταῦτα]], Ἐτυμολ. Μέγ. 793. 26. | |lstext='''φῐβάλεως''': [ᾰ], ω, ἡ, [[εἶδος]] πρωΐμου σύκου οὕτω κληθέντος ἐκ τοῦ Φίβαλις, ἡ, ἥτις ἦν [[τόπος]] Μεγαρίδος ἢ κατ’ ἄλλους τῆς Ἀττικῆς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 802· ― πληθ. ὀνομαστ. φιβάλεῳ (κοινῶς φιβάλεοι), Τηλεκλείδης ἐν «Ἀμφυκτύοσι» 3· γεν., τῶν φιβάλεων σύκων Φερεκράτης ἐν «Κραπατάλλοις», 1, ἢ μόνον φιβάλεων, Ἕρμιππ. ἐν «Στρατιώταις» 10· αἰτ., [[φιβάλεως]] ἰσχάδας Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., ἢ μόνον [[φιβάλεως]], Ἀπολλοφάνης ἐν «Κρησὶν» 1. ΙΙ. τὸ [[δένδρον]] τὸ φέρον τὰ σῦκα [[ταῦτα]], Ἐτυμολ. Μέγ. 793. 26. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ω (ἡ) :<br />figue de Phibalis, <i>espèce de figue précoce</i>.<br />'''Étymologie:''' [[Φίβαλις]].<br /><i><b>Par.</b></i> [[ἰσχάς]], [[ἰσχάδιον]], [[ὄλυνθος]], [[σῦκον]], [[φήληξ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:50, 9 August 2017
English (LSJ)
[ᾰ], ω, ἡ, a kind of
A early fig, found in Com. in pl., nom. φιβάλεῳ (φιβαλέοι codd.Ath.) Telecl.5: gen., τῶν φιβάλεων συκων Pherecr.80; φιβάλεων alone, Hermipp.51: acc., φιβάλεως ἰσχάδας Ar.Ach.802; φιβάλεως alone, Apolloph.5.—Sch.Ar. l.c. has γένος συκῆς ἡ φίβαλις (taking φιβάλεως as gen. sg.) and explains as the name for a district in Megaris or Attica; EM793.26 has φιβάλεως· γένος συκῆς· λέγουσι δὲ οὕτω καὶ τὰς μιρρίνας. II a lean, dried-up person, Telecl. l. c., Sch.Ar. l. c., Suid.
German (Pape)
[Seite 1273] ω, ἡ, der Baum, der die Feige φιβαλέα tragt; Antiphan. bei Ath. III, 75 e; Schol. Ar. Ach. 767.
Greek (Liddell-Scott)
φῐβάλεως: [ᾰ], ω, ἡ, εἶδος πρωΐμου σύκου οὕτω κληθέντος ἐκ τοῦ Φίβαλις, ἡ, ἥτις ἦν τόπος Μεγαρίδος ἢ κατ’ ἄλλους τῆς Ἀττικῆς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 802· ― πληθ. ὀνομαστ. φιβάλεῳ (κοινῶς φιβάλεοι), Τηλεκλείδης ἐν «Ἀμφυκτύοσι» 3· γεν., τῶν φιβάλεων σύκων Φερεκράτης ἐν «Κραπατάλλοις», 1, ἢ μόνον φιβάλεων, Ἕρμιππ. ἐν «Στρατιώταις» 10· αἰτ., φιβάλεως ἰσχάδας Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., ἢ μόνον φιβάλεως, Ἀπολλοφάνης ἐν «Κρησὶν» 1. ΙΙ. τὸ δένδρον τὸ φέρον τὰ σῦκα ταῦτα, Ἐτυμολ. Μέγ. 793. 26.
French (Bailly abrégé)
ω (ἡ) :
figue de Phibalis, espèce de figue précoce.
Étymologie: Φίβαλις.
Par. ἰσχάς, ἰσχάδιον, ὄλυνθος, σῦκον, φήληξ.