ἰσχάδιον
From LSJ
English (LSJ)
[ᾰ], τό, little dried fig, Dim. of ἰσχάς, Ar.Pl.798.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petite figue sèche, fruit.
Étymologie: dim. de ἰσχάς¹.
Par. ὄλυνθος, σῦκον, φήληξ, φιβάλεως.
Russian (Dvoretsky)
ἰσχάδιον: (ᾰ) τό маленькая сушеная фига Arph.
Greek Monolingual
ἰσχάδιον, τὸ (Α)
μικρή ισχάς(Ι).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχάς, -άδος + υποκορ. κατάλ. -ιον (πρβλ. θηκίον, παιδίον)].