βοηθητικός: Difference between revisions
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
(6_10) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βοηθητικός''': -ή, -όν, ἕτοιμος ἢ ἱκανὸς νὰ βοηθήσῃ, [[ὠφέλιμος]], [[χρήσιμος]], τινι Ἀριστ. Ρητ. 1. 13, 12 · [[πρός]] τι, [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ ἀποκρούσῃ αὐτό, ὁ αὐτ. Πολ. 2. 7, 13 · ἢ [[ὅπως]] ὑποβοηθήσῃ τὴν ἐκτέλεσιν [[αὐτοῦ]], ὁ αὐτ. Ἱ. Ζ. 3. 5, 4. | |lstext='''βοηθητικός''': -ή, -όν, ἕτοιμος ἢ ἱκανὸς νὰ βοηθήσῃ, [[ὠφέλιμος]], [[χρήσιμος]], τινι Ἀριστ. Ρητ. 1. 13, 12 · [[πρός]] τι, [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ ἀποκρούσῃ αὐτό, ὁ αὐτ. Πολ. 2. 7, 13 · ἢ [[ὅπως]] ὑποβοηθήσῃ τὴν ἐκτέλεσιν [[αὐτοῦ]], ὁ αὐτ. Ἱ. Ζ. 3. 5, 4. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />secourable : τινι à qqn.<br />'''Étymologie:''' [[βοηθέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:50, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A ready or able to help, serviceable, τινί Arist. Rh.1374a24; τοῖς πένησι Plu.Sol.29; τῶν δεομένων Diotog. ap. Stob. 4.7.62; πρός τι so as to keep it off, Arist.Pol.1267a16; or towards promoting it, Id.HA515b9: Comp. -ώτερον, τὸ ἄρρεν τοῦ θήλεος ib. 608b15: Sup. -ώτατος Iamb.VP25.111.
German (Pape)
[Seite 451] zum Helfen bereit od. tüchtig, hülfreich; τινί Arist. rhet. 1, 13; Plut. Thes. 36 Sol. 29 u. öfter; πρός τι Arist. pol. 2, 4, 8.
Greek (Liddell-Scott)
βοηθητικός: -ή, -όν, ἕτοιμος ἢ ἱκανὸς νὰ βοηθήσῃ, ὠφέλιμος, χρήσιμος, τινι Ἀριστ. Ρητ. 1. 13, 12 · πρός τι, οὕτως ὥστε νὰ ἀποκρούσῃ αὐτό, ὁ αὐτ. Πολ. 2. 7, 13 · ἢ ὅπως ὑποβοηθήσῃ τὴν ἐκτέλεσιν αὐτοῦ, ὁ αὐτ. Ἱ. Ζ. 3. 5, 4.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
secourable : τινι à qqn.
Étymologie: βοηθέω.