βεβαίωσις: Difference between revisions
ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death
(6_8) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βεβαίωσις''': -εως, ἡ, [[ἐπικύρωσις]], β. γνώμης Θουκ. 1. 140, πρβλ. 4. 87, Αἰσχίν. 89. 17· εἰς β., πρὸς ἐπιβεβαίωσιν, διὰ νὰ ὑπάρχῃ [[βεβαιότης]], Ἑβδ. (Λευ. 25. 23). 2) περὶ τῆς δικανικῆς σημασίας, ἴδε [[βεβαιόω]]. Ι. 3. | |lstext='''βεβαίωσις''': -εως, ἡ, [[ἐπικύρωσις]], β. γνώμης Θουκ. 1. 140, πρβλ. 4. 87, Αἰσχίν. 89. 17· εἰς β., πρὸς ἐπιβεβαίωσιν, διὰ νὰ ὑπάρχῃ [[βεβαιότης]], Ἑβδ. (Λευ. 25. 23). 2) περὶ τῆς δικανικῆς σημασίας, ἴδε [[βεβαιόω]]. Ι. 3. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> action de consolider, d’affermir;<br /><b>2</b> action de rendre assuré <i>ou</i> certain.<br />'''Étymologie:''' [[βεβαιόω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:50, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A confirmation, β. γνώμης Th.1.140, cf. 4.87, Demetr. Lac.Herc.1012.38F., Ph.1.486, al., D.H.Rh.10.18, Hermog.Prog. 5; εἰς β. in perpetuity, ἡ γῆ οὐ πραθήσεται εἰς β. LXX Le.25.23. 2 legal warranty, Aeschin.3.249 (pl.), PTeb.311.27 (ii A. D.), etc.; βεβαιώσεως δίκη Poll.8.34.
German (Pape)
[Seite 440] ἡ, Bestätigung, Bekräftigung, γνώμης Thuc. 1, 140; συμβολαίων Plut. Sol. 14; – βεβαιώσεως δίκη Poll. 8, 34; vgl. Meier att. Proceß S. 515.
Greek (Liddell-Scott)
βεβαίωσις: -εως, ἡ, ἐπικύρωσις, β. γνώμης Θουκ. 1. 140, πρβλ. 4. 87, Αἰσχίν. 89. 17· εἰς β., πρὸς ἐπιβεβαίωσιν, διὰ νὰ ὑπάρχῃ βεβαιότης, Ἑβδ. (Λευ. 25. 23). 2) περὶ τῆς δικανικῆς σημασίας, ἴδε βεβαιόω. Ι. 3.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 action de consolider, d’affermir;
2 action de rendre assuré ou certain.
Étymologie: βεβαιόω.