διαμαρτάνω: Difference between revisions

From LSJ

ἡ δὲ γεωργία πέττει καὶ ἐνεργὸν ποιεῖ τὴν τροφήν → tillage brings to maturity and calls into action the nutritive properties of the soil

Source
(6_23)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαμαρτάνω''': μέλλ. -αμαρτήσομαι (Δημ. 388. 15)· - ἐπιτεταμένον τοῦ [[ἁμαρτάνω]], ἐντελῶς [[ἀποτυγχάνω]], ἐντελῶς παραπλανῶμαι ἀπὸ..., τῆς ὁδοῦ Θουκ. 1. 106· τοῦ πράγματος Δημ. 576, ἐν τέλ., 1228. 10· τοῦ ἑταίρου Πλάτ. Φαίδρ. 257D· τῆς ὀρθοτάτης πολιτείας Ἀριστ. Πολ. 4. 8, 1. 2) [[ἀποτυγχάνω]] ἐντελῶς, δὲν [[ἐπιτυγχάνω]] νὰ [[λάβω]] ἢ ἀποκτήσω, τινὸς Θουκ. 2. 78· τῶν ἐλπίδων Ἰσοκρ. 60Α· τοῦ ἀγῶνος Ἰσαῖ. 61. 26· τῆς εἰρήνης Δημ. 235. 29· δυοῖν χρησίμοιν οὐ δ., δὲν [[ἀποτυγχάνω]] δύο καλῶν πραγμάτων, ὁ αὐτ. 388. 15. 3) ἀπολ., [[ἀποτυγχάνω]] ἐντελῶς· ἀντίθ. [[τυγχάνω]], Πλάτ. Θεαιτ. 178Α· Μάχων Ἐπιστ. 1. 6· γνώμη, ὡς πρὸς τὴν γνώμην ἢ κρίσιν, Δημ. 716. 3., 734. 22· δ. τοῖς ὅλοις Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 8, 7· ἐν τῇ ἀρχῇ [[αὐτόθι]] 8. 13, 9· [[περί]] τι ὁ αὐτ. Οἰκ. 2, 1. - Παθ., τὰ πολλὰ… διημαρτημένα, ἐντελεῖς ἀποτυχίαι, Πλάτ. Νόμ. 693Ε, - καὶ ἐπίρρ. διημαρτημένως Κλήμ. Ἀλ. 2, 608 (Migne), [[Πολυδ]]. Ϛ', 205.
|lstext='''διαμαρτάνω''': μέλλ. -αμαρτήσομαι (Δημ. 388. 15)· - ἐπιτεταμένον τοῦ [[ἁμαρτάνω]], ἐντελῶς [[ἀποτυγχάνω]], ἐντελῶς παραπλανῶμαι ἀπὸ..., τῆς ὁδοῦ Θουκ. 1. 106· τοῦ πράγματος Δημ. 576, ἐν τέλ., 1228. 10· τοῦ ἑταίρου Πλάτ. Φαίδρ. 257D· τῆς ὀρθοτάτης πολιτείας Ἀριστ. Πολ. 4. 8, 1. 2) [[ἀποτυγχάνω]] ἐντελῶς, δὲν [[ἐπιτυγχάνω]] νὰ [[λάβω]] ἢ ἀποκτήσω, τινὸς Θουκ. 2. 78· τῶν ἐλπίδων Ἰσοκρ. 60Α· τοῦ ἀγῶνος Ἰσαῖ. 61. 26· τῆς εἰρήνης Δημ. 235. 29· δυοῖν χρησίμοιν οὐ δ., δὲν [[ἀποτυγχάνω]] δύο καλῶν πραγμάτων, ὁ αὐτ. 388. 15. 3) ἀπολ., [[ἀποτυγχάνω]] ἐντελῶς· ἀντίθ. [[τυγχάνω]], Πλάτ. Θεαιτ. 178Α· Μάχων Ἐπιστ. 1. 6· γνώμη, ὡς πρὸς τὴν γνώμην ἢ κρίσιν, Δημ. 716. 3., 734. 22· δ. τοῖς ὅλοις Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 8, 7· ἐν τῇ ἀρχῇ [[αὐτόθι]] 8. 13, 9· [[περί]] τι ὁ αὐτ. Οἰκ. 2, 1. - Παθ., τὰ πολλὰ… διημαρτημένα, ἐντελεῖς ἀποτυχίαι, Πλάτ. Νόμ. 693Ε, - καὶ ἐπίρρ. διημαρτημένως Κλήμ. Ἀλ. 2, 608 (Migne), [[Πολυδ]]. Ϛ', 205.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> διαμαρτήσομαι, <i>etc.</i><br /><b>1</b> s’égarer, se tromper complètement : δ. τῆς ὁδοῦ THC faire complètement fausse route;<br /><b>2</b> ne pas obtenir, échouer : τινός en qch ; [[τῶν]] ἐλπίδων ISOCR être déçu dans ses espérances ; <i>abs.</i> échouer.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἁμαρτάνω]].
}}
}}

Revision as of 19:51, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διᾰμαρτάνω Medium diacritics: διαμαρτάνω Low diacritics: διαμαρτάνω Capitals: ΔΙΑΜΑΡΤΑΝΩ
Transliteration A: diamartánō Transliteration B: diamartanō Transliteration C: diamartano Beta Code: diamarta/nw

English (LSJ)

fut.

   A -αμαρτήσομαι D.19.151:—strengthd. for ἁμαρτάνω, miss entirely, go quite astray from, τῆς ὁδοῦ Th.1.106; τοῦ πράγματος D.21.192, 51.2; τοῦ ἑταίρου Pl.Phdr.257d; τῆς ὀρθοτάτης πολιτείας Arist.Pol.1293b25.    2 fail utterly of, fail of obtaining, τινός Th.2.78; τῶν ἐλπίδων Isoc.4.93; τοῦ ἀγῶνος Is.6.52; τῆς εἰρήνης D.18.30; δυοῖν χρησίμοιν οὐ δ. not to miss both of two good things, Id.19.151.    3 abs., fail utterly, opp. τυγχάνω, Pl.Tht.178a; to be quite wrong, Macho 2.6; γνώμῃ in judgement, D.24.48,110; δ. τοῖς ὅλοις Arist.EN1098b28; ἐν τῇ ἀρχῇ ib.1163a3; περί τι Id.Oec. 1345b10:—Pass., τὰ πολλὰ . . διημαρτημένα utter failures, Pl.Lg.639e; διημαρτημένας δόξας Diogenian.Epicur.2.32; διημαρτημένος faulty, of style, Phld.Rh.1.8S., Longin.33.1, Demetr.Eloc.114 (also in act. sense, πολλαχῇ διημαρτημένου τοῦ Πλάτωνος Longin.32.8, cf. Plu.2.44e). Adv. διημαρτημένως Poll.6.205.

German (Pape)

[Seite 588] (s. ἁμαρτάνω), ganz verfehlen, gar nicht erreichen, τινός, Thuc. 1, 151; τοῦ ἑταίρου, Plat. Phaedr. 257 d u. öfter, wie τῶν ἀνθρώπων, ein Urtheil über, Rep. I, 334 d; ἐλπίδων, Isocr. 4, 93; τῆς ἐπιβουλῆς, 4, 148; γνώμης, Dem. 24, 109, u. öfter; auch pass., τὰ πολλὰ διημαρτημένα Plat. Legg. I, 639 e.

Greek (Liddell-Scott)

διαμαρτάνω: μέλλ. -αμαρτήσομαι (Δημ. 388. 15)· - ἐπιτεταμένον τοῦ ἁμαρτάνω, ἐντελῶς ἀποτυγχάνω, ἐντελῶς παραπλανῶμαι ἀπὸ..., τῆς ὁδοῦ Θουκ. 1. 106· τοῦ πράγματος Δημ. 576, ἐν τέλ., 1228. 10· τοῦ ἑταίρου Πλάτ. Φαίδρ. 257D· τῆς ὀρθοτάτης πολιτείας Ἀριστ. Πολ. 4. 8, 1. 2) ἀποτυγχάνω ἐντελῶς, δὲν ἐπιτυγχάνω νὰ λάβω ἢ ἀποκτήσω, τινὸς Θουκ. 2. 78· τῶν ἐλπίδων Ἰσοκρ. 60Α· τοῦ ἀγῶνος Ἰσαῖ. 61. 26· τῆς εἰρήνης Δημ. 235. 29· δυοῖν χρησίμοιν οὐ δ., δὲν ἀποτυγχάνω δύο καλῶν πραγμάτων, ὁ αὐτ. 388. 15. 3) ἀπολ., ἀποτυγχάνω ἐντελῶς· ἀντίθ. τυγχάνω, Πλάτ. Θεαιτ. 178Α· Μάχων Ἐπιστ. 1. 6· γνώμη, ὡς πρὸς τὴν γνώμην ἢ κρίσιν, Δημ. 716. 3., 734. 22· δ. τοῖς ὅλοις Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 8, 7· ἐν τῇ ἀρχῇ αὐτόθι 8. 13, 9· περί τι ὁ αὐτ. Οἰκ. 2, 1. - Παθ., τὰ πολλὰ… διημαρτημένα, ἐντελεῖς ἀποτυχίαι, Πλάτ. Νόμ. 693Ε, - καὶ ἐπίρρ. διημαρτημένως Κλήμ. Ἀλ. 2, 608 (Migne), Πολυδ. Ϛ', 205.

French (Bailly abrégé)

f. διαμαρτήσομαι, etc.
1 s’égarer, se tromper complètement : δ. τῆς ὁδοῦ THC faire complètement fausse route;
2 ne pas obtenir, échouer : τινός en qch ; τῶν ἐλπίδων ISOCR être déçu dans ses espérances ; abs. échouer.
Étymologie: διά, ἁμαρτάνω.