καταμερίζω: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ μὴν καὶ ἀναπαύσεώς γε δεομένοις ἡμῖν νύκτα παρέχουσι κάλλιστον ἀναπαυτήριον → and again, we need rest; and therefore the gods grant us the welcome respite of night

Source
(6_13b)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταμερίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, [[κόπτω]] εἰς μέρη ἢ τεμάχια, τὸν Πλοῦτον εἰς πολλὰ Λουκ. Τίμ. 12˙ εἰς πολλὰς ταλαιπωρίας τὸν θάνατον Διόδ. 3. 40. 2) διαμοιράζω, [[διανέμω]], τὰ βοεικὰ ζεύγη τοῖς λοχαγοῖς κατεμερίσθη Ξεν. Ἀν. 7. 5. 4. Μέσ., ἀμοιβαίως [[διανέμω]], «μοιράζομαι», Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5˙ 2. 5.
|lstext='''καταμερίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, [[κόπτω]] εἰς μέρη ἢ τεμάχια, τὸν Πλοῦτον εἰς πολλὰ Λουκ. Τίμ. 12˙ εἰς πολλὰς ταλαιπωρίας τὸν θάνατον Διόδ. 3. 40. 2) διαμοιράζω, [[διανέμω]], τὰ βοεικὰ ζεύγη τοῖς λοχαγοῖς κατεμερίσθη Ξεν. Ἀν. 7. 5. 4. Μέσ., ἀμοιβαίως [[διανέμω]], «μοιράζομαι», Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5˙ 2. 5.
}}
{{bailly
|btext=<i>f. att.</i> καταμεριῶ;<br /><b>1</b> partager : [[τι]] [[εἰς]] [[πολλά]] une chose en plusieurs parties;<br /><b>2</b> répartir, distribuer : [[τί]] τισι qch à plusieurs personnes.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[μερίζω]].
}}
}}

Revision as of 19:52, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταμερίζω Medium diacritics: καταμερίζω Low diacritics: καταμερίζω Capitals: ΚΑΤΑΜΕΡΙΖΩ
Transliteration A: katamerízō Transliteration B: katamerizō Transliteration C: katamerizo Beta Code: katameri/zw

English (LSJ)

   A cut in pieces, [τὸν Πλοῦτον] εἰς πολλά Luc.Tim.12; λίθους εἰς μεγέθη D.S.5.13: metaph., εἰς πολλὰς ταλαιπωρίας τὸν θάνατον Id.3.40:—Pass., of flavours, to be resolved into components, Thphr.Od.65.    2 distribute, τὰ βοεικὰ ζεύγη τοῖς λοχαγοῖς κατεμερίσθη X.An.7.5.4; κ. εἰς λόχους, = καταλοχίζω, Ascl.Tact.2.1:— Med., ἕκαστόν τι εἰς τὴν ἑαυτοῦ φύσιν Thphr.CP5.2.5.

German (Pape)

[Seite 1363] zertheilen, zerstückeln; εἰς πολλά Luc. Tim. 12; D. Sic. 3, 40; – vertheilen, τὰ βοεικὰ ζεύγη τοῖς λοχαγοῖς κατεμερίσθη Xen. An. 7, 5, 4.

Greek (Liddell-Scott)

καταμερίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, κόπτω εἰς μέρη ἢ τεμάχια, τὸν Πλοῦτον εἰς πολλὰ Λουκ. Τίμ. 12˙ εἰς πολλὰς ταλαιπωρίας τὸν θάνατον Διόδ. 3. 40. 2) διαμοιράζω, διανέμω, τὰ βοεικὰ ζεύγη τοῖς λοχαγοῖς κατεμερίσθη Ξεν. Ἀν. 7. 5. 4. Μέσ., ἀμοιβαίως διανέμω, «μοιράζομαι», Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5˙ 2. 5.

French (Bailly abrégé)

f. att. καταμεριῶ;
1 partager : τι εἰς πολλά une chose en plusieurs parties;
2 répartir, distribuer : τί τισι qch à plusieurs personnes.
Étymologie: κατά, μερίζω.