διαστίζω: Difference between revisions
τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.
(6_5) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαστίζω''': διὰ στιγμῆς [[διαχωρίζω]] ἢ [[διακρίνω]], θέτω [[σημεῖον]] στίξεως, οὐ ῥᾴδιον διαστίξαι τὰ Ἡρακλείτου Ἀριστ. Ρητ. 3. 5, 6· ποιῶ τι διάστικτον, [[ποικίλλω]] διὰ στιγμάτων, Νόνν. Δ. 28. 130. | |lstext='''διαστίζω''': διὰ στιγμῆς [[διαχωρίζω]] ἢ [[διακρίνω]], θέτω [[σημεῖον]] στίξεως, οὐ ῥᾴδιον διαστίξαι τὰ Ἡρακλείτου Ἀριστ. Ρητ. 3. 5, 6· ποιῶ τι διάστικτον, [[ποικίλλω]] διὰ στιγμάτων, Νόνν. Δ. 28. 130. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ao.</i> διέστιξα;<br />séparer par des signes de ponctuation, ponctuer, acc..<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[στίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 9 August 2017
English (LSJ)
A distinguish by a mark, punctuate, [οὐ] ῥᾴδιον διαστίξαι τὰ Ἡρακλείτου Arist.Rh.1407b13: generally, distinguish, Stob.2.7.3c. 2 spot, mottle, Nonn.D. 28.130. 3 brand, Just.Nov.115.4.
German (Pape)
[Seite 604] (s. στίζω), mit Punkten unterscheiden, interpungiren, Arist. rhet. 3, 5; übh. = unterscheiden, Stob.; – fleckig, bunt machen, Nonn. D. 28, 130.
Greek (Liddell-Scott)
διαστίζω: διὰ στιγμῆς διαχωρίζω ἢ διακρίνω, θέτω σημεῖον στίξεως, οὐ ῥᾴδιον διαστίξαι τὰ Ἡρακλείτου Ἀριστ. Ρητ. 3. 5, 6· ποιῶ τι διάστικτον, ποικίλλω διὰ στιγμάτων, Νόνν. Δ. 28. 130.
French (Bailly abrégé)
ao. διέστιξα;
séparer par des signes de ponctuation, ponctuer, acc..
Étymologie: διά, στίζω.