δίειμι: Difference between revisions
Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep
(6_22) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δίειμι''': χρησιμεῦον ὡς μέλλ. τοῦ [[διέρχομαι]], παρατ. διῇα καὶ διῄειν· μέλλ. διείσομαι Νίκ. Θ. 494, 837, πρβλ. Ἡσύχ.·- [[ὑπάγω]] ἐδῶ καὶ [[ἐκεῖ]], περιφέρομαι, Ἀριστοφ. Ἀχ. 845· ἐπὶ φήμης, ἐξαπλοῦμαι, διαδίδομαι, [[λόγος]] διῄει Πλούτ. Ἀντ. 56. 2) [[διέρχομαι]] διὰ μέσου, [[ἐκφεύγω]], διὰ τῶν πόρων Ἀριστ. Οὐρ. 3. 8, 14˙ ἔξω Θεόφρ. Αἰτ. Φυσ. 5. 9, 12. 3) μετ’ αἰτ., [[διέρχομαι]], «περνῶ», τὸ ἄπειρον Ἀριστ. Φυσ. 3. 4, 14, κτλ.˙ [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτιατ., δ. τὸν [[θεῖον]] δρόμον Πλάτ. Ἀξ. 370Ε. β) [[διέρχομαι]] ὑπόθεσίν τινα ὁμιλῶν ἢ γράφων, διηγοῦμαι, [[περιγράφω]], συζητῶ, [[ἐξετάζω]], ὁ αὐτ. Κρίτωνι 47C, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1392˙ [[ὡσαύτως]], δ. τῷ λόγῳ Πλάτ. Γοργ. 506Α. - Πρβλ. [[διέξειμι]]. | |lstext='''δίειμι''': χρησιμεῦον ὡς μέλλ. τοῦ [[διέρχομαι]], παρατ. διῇα καὶ διῄειν· μέλλ. διείσομαι Νίκ. Θ. 494, 837, πρβλ. Ἡσύχ.·- [[ὑπάγω]] ἐδῶ καὶ [[ἐκεῖ]], περιφέρομαι, Ἀριστοφ. Ἀχ. 845· ἐπὶ φήμης, ἐξαπλοῦμαι, διαδίδομαι, [[λόγος]] διῄει Πλούτ. Ἀντ. 56. 2) [[διέρχομαι]] διὰ μέσου, [[ἐκφεύγω]], διὰ τῶν πόρων Ἀριστ. Οὐρ. 3. 8, 14˙ ἔξω Θεόφρ. Αἰτ. Φυσ. 5. 9, 12. 3) μετ’ αἰτ., [[διέρχομαι]], «περνῶ», τὸ ἄπειρον Ἀριστ. Φυσ. 3. 4, 14, κτλ.˙ [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτιατ., δ. τὸν [[θεῖον]] δρόμον Πλάτ. Ἀξ. 370Ε. β) [[διέρχομαι]] ὑπόθεσίν τινα ὁμιλῶν ἢ γράφων, διηγοῦμαι, [[περιγράφω]], συζητῶ, [[ἐξετάζω]], ὁ αὐτ. Κρίτωνι 47C, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1392˙ [[ὡσαύτως]], δ. τῷ λόγῳ Πλάτ. Γοργ. 506Α. - Πρβλ. [[διέξειμι]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<span class="bld">1</span>durer, continuer : [[διέσει]] σκοπούμενος XÉN tu ne cesseras d’examiner.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[εἰμί]].<br /><span class="bld">2</span><i>f.</i> [[διείσομαι]], <i>pqp. au sens d’un impf.</i> [[διῄειν]];<br /><b>1</b> aller à travers : δι’ αὐτῶν μέσων THC passer au milieu d’elles (des tours) ; <i>abs.</i> se répandre <i>en parl. d’un bruit, d’une rumeur</i>;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> parcourir par la parole, expliquer <i>ou</i> raconter en détail, acc..<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[εἶμι]].<br /><i><b>Syn.</b></i> [[διηγέομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 9 August 2017
English (LSJ)
serving as fut. to διέρχομαι, impf. διῄειν: fut.
A διείσομαι Nic. Th.494, 837, cf. Hsch.:—go to and fro, roam about, Ar.Ach.845; of a report, spread, λόγος διῄει Plu.Ant.56. 2 pass through. δι' αὐτῶν μέσων Th.3.21; get through, escape, διὰ τῶν πόρων Arist.Cael. 307b13; ἔξω Thphr.CP5.9.12: abs., Arist.Ph.204a4. 3 pass, ἡμέρα χειμέριος δίεισιν Thphr.Sign.46; proceed, of a play, Ar.Ra.920. II c. acc., go through, traverse, Id.Av.1392: c. acc. cogn., δ. τὸν θεῖον δρόμον Pl.Ax.370e. b go through a subject in speaking or writing, narrate, describe, discuss, Id.Cri.47c; δ. τῷ λόγῳ Id.Grg.505e, cf. Nic. Il. cc., Luc.Icar.3.
German (Pape)
[Seite 617] (s. εἰμί) fortwährend sein, VLL.; sonst nur διέσει σκοπούμενος Xen. Mem. 2, 1, 24, wo man διοίσει ändern will. (s. εἶμι), 1) hindurchgehen; τὸν δρόμον Plat. Ax. 370 e; δι' αὐτῶν μέσων Thuc. 4, 78; absolut, Ar. Ach. 845, d. i. vorübergehen. – 2) dah. = in Rede u. Schrift durchgehen, genau erzählen; πάντα Plat. Crit. 47 c; τῷ λόγῳ, ὡς Gorg. 505 e u. öfter; τὸν ἀέρα Ar. Av. 1392, wie Sp.; ἕκαστα διείσομαι Nic. Th. 494. 837; τοιαῦτα περί τινος, Phi ostr.
Greek (Liddell-Scott)
δίειμι: χρησιμεῦον ὡς μέλλ. τοῦ διέρχομαι, παρατ. διῇα καὶ διῄειν· μέλλ. διείσομαι Νίκ. Θ. 494, 837, πρβλ. Ἡσύχ.·- ὑπάγω ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, περιφέρομαι, Ἀριστοφ. Ἀχ. 845· ἐπὶ φήμης, ἐξαπλοῦμαι, διαδίδομαι, λόγος διῄει Πλούτ. Ἀντ. 56. 2) διέρχομαι διὰ μέσου, ἐκφεύγω, διὰ τῶν πόρων Ἀριστ. Οὐρ. 3. 8, 14˙ ἔξω Θεόφρ. Αἰτ. Φυσ. 5. 9, 12. 3) μετ’ αἰτ., διέρχομαι, «περνῶ», τὸ ἄπειρον Ἀριστ. Φυσ. 3. 4, 14, κτλ.˙ ὡσαύτως μετὰ συστοίχ. αἰτιατ., δ. τὸν θεῖον δρόμον Πλάτ. Ἀξ. 370Ε. β) διέρχομαι ὑπόθεσίν τινα ὁμιλῶν ἢ γράφων, διηγοῦμαι, περιγράφω, συζητῶ, ἐξετάζω, ὁ αὐτ. Κρίτωνι 47C, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1392˙ ὡσαύτως, δ. τῷ λόγῳ Πλάτ. Γοργ. 506Α. - Πρβλ. διέξειμι.
French (Bailly abrégé)
1durer, continuer : διέσει σκοπούμενος XÉN tu ne cesseras d’examiner.
Étymologie: διά, εἰμί.
2f. διείσομαι, pqp. au sens d’un impf. διῄειν;
1 aller à travers : δι’ αὐτῶν μέσων THC passer au milieu d’elles (des tours) ; abs. se répandre en parl. d’un bruit, d’une rumeur;
2 fig. parcourir par la parole, expliquer ou raconter en détail, acc..
Étymologie: διά, εἶμι.
Syn. διηγέομαι.