δνόφος: Difference between revisions
From LSJ
(6_14) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δνόφος''': ὁ, [[ζόφος]], [[σκότος]], «μαυράδα», Σιμων. 44˙ καὶ κατὰ πληθ., Αἰσχύλ. Χο. 52˙ - [[λέξις]] ποιητ., ἂν καὶ τὸ ἰσοδύναμον αὐτῇ γνόφος ἀπαντᾷ παρὰ μεταγεν. πεζοῖς, Ἀριστ. π. Κόσμ. 2, 13, Λουκ. Περεγρ. 43, κτλ. | |lstext='''δνόφος''': ὁ, [[ζόφος]], [[σκότος]], «μαυράδα», Σιμων. 44˙ καὶ κατὰ πληθ., Αἰσχύλ. Χο. 52˙ - [[λέξις]] ποιητ., ἂν καὶ τὸ ἰσοδύναμον αὐτῇ γνόφος ἀπαντᾷ παρὰ μεταγεν. πεζοῖς, Ἀριστ. π. Κόσμ. 2, 13, Λουκ. Περεγρ. 43, κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />obscurité, ténèbres.<br />'''Étymologie:''' cf. [[κνέφας]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 9 August 2017
English (LSJ)
ὁ,
A darkness, dusk, gloom, Simon.37.8: pl., A.Ch.52 (lyr.).—Poet. word, though its collat. form γνόφος (q. v.) occurs in later Prose.
German (Pape)
[Seite 651] ὁ (wie γνόφος u. κνέφας mit νέφος zusammenhängend, vgl. Buttm. Lexil. II, 266), Dunkelheit, Finsterniß; Aesch Ch. 52; Simonid. frg. 50, 8, Schneidew.
Greek (Liddell-Scott)
δνόφος: ὁ, ζόφος, σκότος, «μαυράδα», Σιμων. 44˙ καὶ κατὰ πληθ., Αἰσχύλ. Χο. 52˙ - λέξις ποιητ., ἂν καὶ τὸ ἰσοδύναμον αὐτῇ γνόφος ἀπαντᾷ παρὰ μεταγεν. πεζοῖς, Ἀριστ. π. Κόσμ. 2, 13, Λουκ. Περεγρ. 43, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
obscurité, ténèbres.
Étymologie: cf. κνέφας.