ἐγγυητής: Difference between revisions
μὴ ἐν πολλοῖς ὀλίγα λέγε, ἀλλ΄ ἐν ὀλίγοις πολλά → don't say little in many words, but much in a few words (Stobaeus quoting Pythagoras)
(6_19) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐγγυητής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἐγγυώμενος, ἐγγυητὴν καθιστάναι Ἡρόδ. 1. 196, Ἀντιφῶν 131. 23, Λυσ. 132. 5, Συλλογ. Ἐπιγρ. 82, κ. ἀλλ.· παρέχειν Πλάτ. Νόμ. 871Ε· λαμβάνειν Δημ. 894. 17· εἰσφέρειν Συλλ. Ἐπιγρ. 2737b· διδόναι Πολύβ. 12. 16, 3, κτλ.· ἐκμισθοῦν ἐπ’ ἐγγυητῶν, μὲ ἐγγυητάς, Ξεν. Πόροι 3. 14· ἐγγυητὴς τοῦ ἀργυρίου [[ἀξιόχρεως]] Πλάτ. Ἀπολ. 38Β· οἱ ἐγγ. τῆς τραπέζης, οἱ δόντες ἐγγύησιν διὰ τὴν τράπεζαν (καὶ [[ἑπομένως]] ὑπεύθυνοι ἐὰν πτωχεύσῃ), Δημ. 895. 18· ὁ [[νόμος]]... ἐγγ. ἀλλήλοις τῶν δικαίων Ἀριστ. Πολ. 3. 9, 8· τὸ [[νόμισμα]] [[οἷον]] ἐγγ. [[ὑπὲρ]] τῆς ἀλλαγῆς ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 5. 5, 14. | |lstext='''ἐγγυητής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἐγγυώμενος, ἐγγυητὴν καθιστάναι Ἡρόδ. 1. 196, Ἀντιφῶν 131. 23, Λυσ. 132. 5, Συλλογ. Ἐπιγρ. 82, κ. ἀλλ.· παρέχειν Πλάτ. Νόμ. 871Ε· λαμβάνειν Δημ. 894. 17· εἰσφέρειν Συλλ. Ἐπιγρ. 2737b· διδόναι Πολύβ. 12. 16, 3, κτλ.· ἐκμισθοῦν ἐπ’ ἐγγυητῶν, μὲ ἐγγυητάς, Ξεν. Πόροι 3. 14· ἐγγυητὴς τοῦ ἀργυρίου [[ἀξιόχρεως]] Πλάτ. Ἀπολ. 38Β· οἱ ἐγγ. τῆς τραπέζης, οἱ δόντες ἐγγύησιν διὰ τὴν τράπεζαν (καὶ [[ἑπομένως]] ὑπεύθυνοι ἐὰν πτωχεύσῃ), Δημ. 895. 18· ὁ [[νόμος]]... ἐγγ. ἀλλήλοις τῶν δικαίων Ἀριστ. Πολ. 3. 9, 8· τὸ [[νόμισμα]] [[οἷον]] ἐγγ. [[ὑπὲρ]] τῆς ἀλλαγῆς ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 5. 5, 14. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />garant, caution, répondant.<br />'''Étymologie:''' [[ἐγγυάω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:53, 9 August 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A one who gives security, surety, guarantor, ἐγγυητὴν καθιστάναι Hdt.1.196, Antipho 5.17, Lys.23.12, IG22.1172.22, etc.; ἄξιος ἐ. τινος Thphr.Char. 18.6; παρέχειν Pl.Lg.871e; λαμβάνειν τινὰ ἐ. D.33.7; διδόναι Plb. 12.16.3, etc.; ἐπ' ἐγγυητῶν ἐκμισθοῦν under securities, X.Vect.3.14; ἐ. τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεως for the money, Pl.Ap.38c; οἱ ἐ. τῆς τραπέζης those who had given security for the bank (and were liable in case of its failure), D.33.10; ὁ νόμος ἐ. ἀλλήλοις τῶν δικαίων Arist.Pol. 1280b11; τὸ νόμισμα οἷον ἐ. ὑπὲρ τῆς ἀλλαγῆς Id.EN1133b12; εἰ μή τις θεῶν ἐστιν ἐ., ὡς . . D.H.11.41.
German (Pape)
[Seite 702] ὁ, der sich verbürgt, Bürge; Antiph. 5, 17; Lys. 13, 24 u. sonst; ἐγγυητὰς καθιστάναι, Bürgen stellen, Antiph. 1, 2; Xen. Hell. 1, 7, 35; Dem. 24, 39; παρέχειν, Plat. Legg. IX, 871 e; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγγυητής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐγγυώμενος, ἐγγυητὴν καθιστάναι Ἡρόδ. 1. 196, Ἀντιφῶν 131. 23, Λυσ. 132. 5, Συλλογ. Ἐπιγρ. 82, κ. ἀλλ.· παρέχειν Πλάτ. Νόμ. 871Ε· λαμβάνειν Δημ. 894. 17· εἰσφέρειν Συλλ. Ἐπιγρ. 2737b· διδόναι Πολύβ. 12. 16, 3, κτλ.· ἐκμισθοῦν ἐπ’ ἐγγυητῶν, μὲ ἐγγυητάς, Ξεν. Πόροι 3. 14· ἐγγυητὴς τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεως Πλάτ. Ἀπολ. 38Β· οἱ ἐγγ. τῆς τραπέζης, οἱ δόντες ἐγγύησιν διὰ τὴν τράπεζαν (καὶ ἑπομένως ὑπεύθυνοι ἐὰν πτωχεύσῃ), Δημ. 895. 18· ὁ νόμος... ἐγγ. ἀλλήλοις τῶν δικαίων Ἀριστ. Πολ. 3. 9, 8· τὸ νόμισμα οἷον ἐγγ. ὑπὲρ τῆς ἀλλαγῆς ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 5. 5, 14.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
garant, caution, répondant.
Étymologie: ἐγγυάω.