ἕδρανον: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
(6_22)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἕδρᾰνον''': τό, ποιητ. [[τύπος]] τοῦ [[ἕδρα]], [[θρόνος]], [[κάθισμα]], [[οἰκητήριον]], Ἡσ. Ἀποσπ. 18, Ὀρφ. Ὕμν. 17. 7· - τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 4, Ἱκ. 102, Σοφ. Ο. Κ. 176, 223· ἀλλ’ ἄνα ἐξ ἑδράνων, ἀνάστηθι ἐκ τῆς ἀκινησίας ἢ [[ἀργίας]] σου, Σοφ. Αἴ. 194. ΙΙ. [[στήριγμα]], [[ἔρεισμα]], ἐπὶ ἀγκύρας, καθ’ ἑν. ἀριθμ., [[νηῶν]] θ’ [[ἕδρανον]] ἀσταθέων ἄγκυραν Ἀνθ. Π. 6. 28.
|lstext='''ἕδρᾰνον''': τό, ποιητ. [[τύπος]] τοῦ [[ἕδρα]], [[θρόνος]], [[κάθισμα]], [[οἰκητήριον]], Ἡσ. Ἀποσπ. 18, Ὀρφ. Ὕμν. 17. 7· - τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 4, Ἱκ. 102, Σοφ. Ο. Κ. 176, 223· ἀλλ’ ἄνα ἐξ ἑδράνων, ἀνάστηθι ἐκ τῆς ἀκινησίας ἢ [[ἀργίας]] σου, Σοφ. Αἴ. 194. ΙΙ. [[στήριγμα]], [[ἔρεισμα]], ἐπὶ ἀγκύρας, καθ’ ἑν. ἀριθμ., [[νηῶν]] θ’ [[ἕδρανον]] ἀσταθέων ἄγκυραν Ἀνθ. Π. 6. 28.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />siège, demeure.<br />'''Étymologie:''' [[ἕδρα]].
}}
}}

Revision as of 19:53, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἕδρᾰνον Medium diacritics: ἕδρανον Low diacritics: έδρανον Capitals: ΕΔΡΑΝΟΝ
Transliteration A: hédranon Transliteration B: hedranon Transliteration C: edranon Beta Code: e(/dranon

English (LSJ)

τό, poet. form of ἕδρα,

   A seat, abode, dwelling, Πελασγῶν Hes. Fr.212, cf. Orph.H.18.7; ἕ. κόσμου ib.26.4: mostly in pl., A.Pers.4, Supp.103, S.OC176,233, Pae.Delph.5, Maiist.36; ἀλλ' ἄνα ἐξ ἑδράνων rise from thy rest or idleness, S.Aj.192; Trag. only in lyr. exc. Id.Fr.1128.7 γῆ ἑδράνων ἔρημος, which is Stoic.    2 chair, Hsch.    II stay, support, said of an anchor, in sg., AP6.28 (Jul.).

German (Pape)

[Seite 716] τό, der Sitz, fast nur im plur.; Aesch. Pers. 4 Suppl. 96; Soph. O. C. 173. 232; ἄνα ἐξ ἑδράνων, auf aus den Sitzen, der Ruhe, Ai. 192; sp. D., wie Nonn. D. 2, 214; den sing. hat Hes. frg. bei Strab. VII p. 327 u. Orph. H. 17, 7; auch Iulian. 6 (VI, 28) nennt den Anker νηῶν ἕδρανον εὐσταθέων, die Stütze.

Greek (Liddell-Scott)

ἕδρᾰνον: τό, ποιητ. τύπος τοῦ ἕδρα, θρόνος, κάθισμα, οἰκητήριον, Ἡσ. Ἀποσπ. 18, Ὀρφ. Ὕμν. 17. 7· - τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 4, Ἱκ. 102, Σοφ. Ο. Κ. 176, 223· ἀλλ’ ἄνα ἐξ ἑδράνων, ἀνάστηθι ἐκ τῆς ἀκινησίας ἢ ἀργίας σου, Σοφ. Αἴ. 194. ΙΙ. στήριγμα, ἔρεισμα, ἐπὶ ἀγκύρας, καθ’ ἑν. ἀριθμ., νηῶν θ’ ἕδρανον ἀσταθέων ἄγκυραν Ἀνθ. Π. 6. 28.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
siège, demeure.
Étymologie: ἕδρα.