ἐκκινέω: Difference between revisions

From LSJ

Γυναῖκα θάπτειν κρεῖσσόν ἐστιν ἢ γαμεῖν → Sepelire satius feminam quam ducere → Ein Weib bestatten, besser ist's als heiraten

Menander, Monostichoi, 95
(6_2)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκκῑνέω''': [[ἐξεγείρω]] (ἐκ τῆς φωλέας), «ξιππάζω», ἐξεκίνησεν ποδοῖν στικτὸν κεράστην ἔλαφον Σοφ. Ἠλ. 567· μεταφ., [[διεγείρω]], [[ἐρεθίζω]], ἐκκ. τὴν νόσον Σοφ. Τρ. 979· «βγάζω εἰς τὸ [[μέσον]]», [[οὕτως]] ἀναιδῶς ἐξεκίνησας τόδε τὸ [[ῥῆμα]]; ὁ αὐτ. Ο. Τ. 354· οὕτω, σὺ γάρ μ’ ἀπ’ εὐνασθέντος ἐκκινεῖς κακοῦ ὁ αὐτ. Τρ. 1242: ― Παθ., λοιδορίαις ἐκκινεῖσθαι Πλούτ. 2. 631D: ― Ἐν Ξεν. Κυν. 3. 10 διωρθώθη ἐκκυνοῦσι.
|lstext='''ἐκκῑνέω''': [[ἐξεγείρω]] (ἐκ τῆς φωλέας), «ξιππάζω», ἐξεκίνησεν ποδοῖν στικτὸν κεράστην ἔλαφον Σοφ. Ἠλ. 567· μεταφ., [[διεγείρω]], [[ἐρεθίζω]], ἐκκ. τὴν νόσον Σοφ. Τρ. 979· «βγάζω εἰς τὸ [[μέσον]]», [[οὕτως]] ἀναιδῶς ἐξεκίνησας τόδε τὸ [[ῥῆμα]]; ὁ αὐτ. Ο. Τ. 354· οὕτω, σὺ γάρ μ’ ἀπ’ εὐνασθέντος ἐκκινεῖς κακοῦ ὁ αὐτ. Τρ. 1242: ― Παθ., λοιδορίαις ἐκκινεῖσθαι Πλούτ. 2. 631D: ― Ἐν Ξεν. Κυν. 3. 10 διωρθώθη ἐκκυνοῦσι.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> mettre en mouvement pour faire partir : ἔλαφον SOPH faire lever un cerf ; <i>fig.</i> [[ῥῆμα]] SOPH lâcher une parole ; νόσον SOPH faire naître une maladie;<br /><b>2</b> mettre hors de soi, émouvoir.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[κινέω]].
}}
}}

Revision as of 19:53, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκκῑνέω Medium diacritics: ἐκκινέω Low diacritics: εκκινέω Capitals: ΕΚΚΙΝΕΩ
Transliteration A: ekkinéō Transliteration B: ekkineō Transliteration C: ekkineo Beta Code: e)kkine/w

English (LSJ)

   A move out of[his lair], put up, ἔλαφον S.El.567 : metaph., ἐ. τὴν νόσον Id.Tr.979 (anap.) ; τόδε τὸ ῥῆμα Id.OT354 ; so σὺ γάρ μ' ἀπ' εὐνασθέντος ἐ. κακοῦ Id.Tr.1242 :—Pass., σκώμμασι μᾶλλον ἢ λοιδορίαις ἐκκινούμεθα Plu.2.631c.

German (Pape)

[Seite 762] herausbewegen; ἔλαφον, aufscheuchen, Soph. El. 557; übertr., ῥῆμα, ausstoßen, O. R. 354; νόσον, aufregen, Trach. 975; σὺ γάρ μ' ἀπ' εὐνασθέντος ἐκκινεῖς κακοῦ 1232; außer Fassung bringen, τοῖς σκώμμασι μᾶλλον ἢ ταῖς λοιδορίαις ἐκκινούμεθα Plut. Symp. 2, 1, 4. Vgl. ἐκκυνέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκκῑνέω: ἐξεγείρω (ἐκ τῆς φωλέας), «ξιππάζω», ἐξεκίνησεν ποδοῖν στικτὸν κεράστην ἔλαφον Σοφ. Ἠλ. 567· μεταφ., διεγείρω, ἐρεθίζω, ἐκκ. τὴν νόσον Σοφ. Τρ. 979· «βγάζω εἰς τὸ μέσον», οὕτως ἀναιδῶς ἐξεκίνησας τόδε τὸ ῥῆμα; ὁ αὐτ. Ο. Τ. 354· οὕτω, σὺ γάρ μ’ ἀπ’ εὐνασθέντος ἐκκινεῖς κακοῦ ὁ αὐτ. Τρ. 1242: ― Παθ., λοιδορίαις ἐκκινεῖσθαι Πλούτ. 2. 631D: ― Ἐν Ξεν. Κυν. 3. 10 διωρθώθη ἐκκυνοῦσι.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 mettre en mouvement pour faire partir : ἔλαφον SOPH faire lever un cerf ; fig. ῥῆμα SOPH lâcher une parole ; νόσον SOPH faire naître une maladie;
2 mettre hors de soi, émouvoir.
Étymologie: ἐκ, κινέω.