εἰσπέτομαι: Difference between revisions

From LSJ

Νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → Iuvenem magis tacere quam fari decet → Dem jungen Mann steht Schweigen mehr als Reden an

Menander, Monostichoi, 375
(6_13a)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εἰσπέτομαι''': μέλλ. πτήσομαι: ἀόρ. εἰσεπτάμην ([[ὡσεὶ]] ἐκ ῥήματος [[εἰσίπταμαι]]), ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] ἐν ἐνεργ. τύπῳ -έπτην Ἀθήν. 395Α, Πλούτ., κτλ.: παθ. τις [[ἀόριστος]] -πετασθῆναι εὕρηται παρ’ Ἀριστ. ἐν Ἱστ. Ζ. 9. 40, 15: ― [[πέτομαι]] εἰς ἢ ἐντὸς..., μετ’ αἰτ., κοίλην εἰσέπτατο πέτρην Ἰλ. Φ. 494˙ εἰς τὸν ἀέρα Ἀριστοφ. Ὄρν. 1173˙ μεταφ. ἐπὶ φήμης, Ἡροδ. 9. 100, 101.
|lstext='''εἰσπέτομαι''': μέλλ. πτήσομαι: ἀόρ. εἰσεπτάμην ([[ὡσεὶ]] ἐκ ῥήματος [[εἰσίπταμαι]]), ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] ἐν ἐνεργ. τύπῳ -έπτην Ἀθήν. 395Α, Πλούτ., κτλ.: παθ. τις [[ἀόριστος]] -πετασθῆναι εὕρηται παρ’ Ἀριστ. ἐν Ἱστ. Ζ. 9. 40, 15: ― [[πέτομαι]] εἰς ἢ ἐντὸς..., μετ’ αἰτ., κοίλην εἰσέπτατο πέτρην Ἰλ. Φ. 494˙ εἰς τὸν ἀέρα Ἀριστοφ. Ὄρν. 1173˙ μεταφ. ἐπὶ φήμης, Ἡροδ. 9. 100, 101.
}}
{{bailly
|btext=s’introduire en volant dans.<br />'''Étymologie:''' [[εἰς]], [[πέτομαι]].
}}
}}

Revision as of 19:53, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσπέτομαι Medium diacritics: εἰσπέτομαι Low diacritics: εισπέτομαι Capitals: ΕΙΣΠΕΤΟΜΑΙ
Transliteration A: eispétomai Transliteration B: eispetomai Transliteration C: eispetomai Beta Code: ei)spe/tomai

English (LSJ)

fut. -πτήσομαι: aor.

   A εἰσεπτόμην Ar. (v. infr.), but 3sg. -έπτατο Il.21.494; part. ἐσπτόμενοι D.C.45.17: also in Act. form -έπτην Ath.9.395a, Plu.2.461e, etc. : aor. Pass. in med. sense, -πετασθῆναι Arist. HA624b6:—fly into, fly in, c.acc., κοίλην εἰσέπτατο πέτρην Il. l. c. ; ἐς τὸν ἀέρα Ar.Av.1173; of weapons, ἐς τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ πρὸς τὰς χεῖρας D.C.40.22: metaph. of reports, Hdt.9.100, 101.

German (Pape)

[Seite 745] = εἰσίπταμαι; εἰσεπέτοντο Teleclid. Ath. VI, 268 (v. 12).

Greek (Liddell-Scott)

εἰσπέτομαι: μέλλ. πτήσομαι: ἀόρ. εἰσεπτάμην (ὡσεὶ ἐκ ῥήματος εἰσίπταμαι), ἀλλ’ ὡσαύτως ἐν ἐνεργ. τύπῳ -έπτην Ἀθήν. 395Α, Πλούτ., κτλ.: παθ. τις ἀόριστος -πετασθῆναι εὕρηται παρ’ Ἀριστ. ἐν Ἱστ. Ζ. 9. 40, 15: ― πέτομαι εἰς ἢ ἐντὸς..., μετ’ αἰτ., κοίλην εἰσέπτατο πέτρην Ἰλ. Φ. 494˙ εἰς τὸν ἀέρα Ἀριστοφ. Ὄρν. 1173˙ μεταφ. ἐπὶ φήμης, Ἡροδ. 9. 100, 101.

French (Bailly abrégé)

s’introduire en volant dans.
Étymologie: εἰς, πέτομαι.