χθονοστιβής: Difference between revisions
From LSJ
μηδ' εἰς ὀρχηστρίδος εἰσᾴττειν, ἵνα μὴ πρὸς ταῦτα κεχηνὼς μήλῳ βληθεὶς ὑπὸ πορνιδίου τῆς εὐκλείας ἀποθραυσθῇς → and not to dart into the house of a dancing-woman, lest, while gaping after these things, being struck with an apple by a wanton, you should be damaged in your reputation
(6_7) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χθονοστῐβής''': -ές, [[ἐπίγειος]], γήϊνος, ὦ πάντα νωμῶν Τειρεσία, .. οὐρνάνιά τε καὶ χθονοστιβῆ, «τὰ ἐν τῇ γῇ, τὰ ἐπίγεια, γήΐνα» (Σχόλ.), Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 301. | |lstext='''χθονοστῐβής''': -ές, [[ἐπίγειος]], γήϊνος, ὦ πάντα νωμῶν Τειρεσία, .. οὐρνάνιά τε καὶ χθονοστιβῆ, «τὰ ἐν τῇ γῇ, τὰ ἐπίγεια, γήΐνα» (Σχόλ.), Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 301. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />qui foule la terre.<br />'''Étymologie:''' [[χθών]], [[στείβω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:54, 9 August 2017
English (LSJ)
ές,
A treading the earth, opp. οὐράνιος, S.OT301.
German (Pape)
[Seite 1355] ές, die Erde betretend, auf der Erde gehend, Soph. O. R. 301, im Ggstz von οὐράνιος.
Greek (Liddell-Scott)
χθονοστῐβής: -ές, ἐπίγειος, γήϊνος, ὦ πάντα νωμῶν Τειρεσία, .. οὐρνάνιά τε καὶ χθονοστιβῆ, «τὰ ἐν τῇ γῇ, τὰ ἐπίγεια, γήΐνα» (Σχόλ.), Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 301.