ὑπαλύσκω: Difference between revisions
Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont
(6_6) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπαλύσκω''': Ἐπικ. [[ῥῆμα]], = [[ὑπαλεύομαι]], ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῷ ἀορ., [[ἐκφεύγω]], [[διαφεύγω]], φθῆ σε [[τέλος]] θανάτοιο κιχήμενον οὐδ’ ὑπάλυξας Ἰλ. Λ. 451· ὑπὸ κῆρας ἀλύξας Μ. 113, πρβλ. 327, Ὀδ. Δ. 512 τὸ μὲν ὣς ὑπάλυξε Ε. 430, ὑπάλυξεν ἀέλλας Τ. 189· [[χρεῖος]] ὑπαλύξας, ὑπεκφυγὼν τὸ [[χρέος]], ἀπαλλαχθεὶς [[αὐτοῦ]] (χωρὶς νὰ τὸ πληρώσῃ), Θ. 355 (περὶ τοῦ ἐν Ἰλ. Φ. 126, ἴδε [[ὑπαΐσσω]])· ― ἀπολ., Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 304, Θέογν. 815· μέλλ. ὑπαλύξειν, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 336. | |lstext='''ὑπαλύσκω''': Ἐπικ. [[ῥῆμα]], = [[ὑπαλεύομαι]], ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῷ ἀορ., [[ἐκφεύγω]], [[διαφεύγω]], φθῆ σε [[τέλος]] θανάτοιο κιχήμενον οὐδ’ ὑπάλυξας Ἰλ. Λ. 451· ὑπὸ κῆρας ἀλύξας Μ. 113, πρβλ. 327, Ὀδ. Δ. 512 τὸ μὲν ὣς ὑπάλυξε Ε. 430, ὑπάλυξεν ἀέλλας Τ. 189· [[χρεῖος]] ὑπαλύξας, ὑπεκφυγὼν τὸ [[χρέος]], ἀπαλλαχθεὶς [[αὐτοῦ]] (χωρὶς νὰ τὸ πληρώσῃ), Θ. 355 (περὶ τοῦ ἐν Ἰλ. Φ. 126, ἴδε [[ὑπαΐσσω]])· ― ἀπολ., Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 304, Θέογν. 815· μέλλ. ὑπαλύξειν, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 336. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> ὑπαλύξω, <i>ao. poét. 3ᵉ sg.</i> ὑπάλυξε;<br />échapper à, fuir, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ἀλύσκω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:55, 9 August 2017
English (LSJ)
Ep. Verb,
A = ὑπαλεύομαι, used by Hom. only in aor., flee from, escape, τέλος θανάτοιο . . ὑπαλύξας Il.11.451; ὑπὸ κῆρας ἀλύξας 12.113, cf. 327, Od.4.512; τὸ μὲν ὣς ὑπάλυξε 5.430; ὑπάλυξεν ἀέλλας 19.189; χρεῖος ὑπαλύξας having got quit of a debt (without paying it), 8.355 (for Il.21.126, v. ὑπαΐσσω): abs., Hes.Sc.304, Thgn. 817: fut. ὑπαλύξειν A.R.3.336.
German (Pape)
[Seite 1181] (s. ἀλύσκω), p. = ὑπαλεύομαι, vermeiden, entfliehen, entkommen; c. accus., Κῆρας, τέλος θανάτοιο, κῦμα, ἀέλλας, Il. 11, 451. 12, 327 Od. 4, 512. 5, 430. 19, 189; χρεῖος ὑπαλύξας, einer Schuld entwischend, ohne sie zu bezahlen, Od. 8, 355; ohne Casus, Hes. Sc. 304, Theogn. 815.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπαλύσκω: Ἐπικ. ῥῆμα, = ὑπαλεύομαι, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῷ ἀορ., ἐκφεύγω, διαφεύγω, φθῆ σε τέλος θανάτοιο κιχήμενον οὐδ’ ὑπάλυξας Ἰλ. Λ. 451· ὑπὸ κῆρας ἀλύξας Μ. 113, πρβλ. 327, Ὀδ. Δ. 512 τὸ μὲν ὣς ὑπάλυξε Ε. 430, ὑπάλυξεν ἀέλλας Τ. 189· χρεῖος ὑπαλύξας, ὑπεκφυγὼν τὸ χρέος, ἀπαλλαχθεὶς αὐτοῦ (χωρὶς νὰ τὸ πληρώσῃ), Θ. 355 (περὶ τοῦ ἐν Ἰλ. Φ. 126, ἴδε ὑπαΐσσω)· ― ἀπολ., Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 304, Θέογν. 815· μέλλ. ὑπαλύξειν, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 336.
French (Bailly abrégé)
f. ὑπαλύξω, ao. poét. 3ᵉ sg. ὑπάλυξε;
échapper à, fuir, acc..
Étymologie: ὑπό, ἀλύσκω.