σύειος: Difference between revisions
From LSJ
Δοὺς τῇ τύχῃ τὸ μικρὸν ἐκλήψῃ μέγα → Dans parva sorti recipies, quae magna sunt → Es zahlt das Glück dir kleinen Einsatz groß zurück
(6_4) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σύειος''': -α, -ον, (σῦς) [[χοίρειος]], [[χοίρινος]], Λατ. suilles, [[χρῖσμα]] σ. [[λίπος]] χοίρειον, Ξεν. Ἀν. 4. 4, 14 ([[ἔνθα]] ὁ Murat. σούσινον)· τὰ σύεια (ἐξυπακ. κρέα) Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 20· σ. δίκτυα, θηρευτικὰ δίκτυα, βρόχοι, Αἰν. Τακτ. 11. | |lstext='''σύειος''': -α, -ον, (σῦς) [[χοίρειος]], [[χοίρινος]], Λατ. suilles, [[χρῖσμα]] σ. [[λίπος]] χοίρειον, Ξεν. Ἀν. 4. 4, 14 ([[ἔνθα]] ὁ Murat. σούσινον)· τὰ σύεια (ἐξυπακ. κρέα) Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 20· σ. δίκτυα, θηρευτικὰ δίκτυα, βρόχοι, Αἰν. Τακτ. 11. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br />de porc ; τὰ σύεια ([[κρέα]]) viande de porc.<br />'''Étymologie:''' [[σῦς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:55, 9 August 2017
English (LSJ)
[ῠ], α, ον, (σῦς)
A of swine, χρῖμα σ. hogs'-lard, X.An.4.4.13; τὰ σ. (sc. κρέα) Luc.Hist.Conscr.20; σ. δίκτυα hunting nets, Aen. Tact.11.6.
German (Pape)
[Seite 972] vom Schweine; Xen. An. 4, 4, 13; Luc. hist. conscr. 20.
Greek (Liddell-Scott)
σύειος: -α, -ον, (σῦς) χοίρειος, χοίρινος, Λατ. suilles, χρῖσμα σ. λίπος χοίρειον, Ξεν. Ἀν. 4. 4, 14 (ἔνθα ὁ Murat. σούσινον)· τὰ σύεια (ἐξυπακ. κρέα) Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 20· σ. δίκτυα, θηρευτικὰ δίκτυα, βρόχοι, Αἰν. Τακτ. 11.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de porc ; τὰ σύεια (κρέα) viande de porc.
Étymologie: σῦς.