λελογισμένως: Difference between revisions

From LSJ

Καὶ τῶν λεγόντων εὖ καλὸν τὸ μανθάνειν → It is a fine thing to learn from those who speak well

Sophocles, Antigone, 722
(6_6)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λελογισμένως''': ἐπίρρ. κατὰ τὸν ὑπολογισμόν, λελογ. [[ὅκως]] ἄν... Ἡρόδ. 3. 104· λελ. πράσσοντα [[μᾶλλον]] ἢ σθένει Εὐρ. Ι. Α. 1021.
|lstext='''λελογισμένως''': ἐπίρρ. κατὰ τὸν ὑπολογισμόν, λελογ. [[ὅκως]] ἄν... Ἡρόδ. 3. 104· λελ. πράσσοντα [[μᾶλλον]] ἢ σθένει Εὐρ. Ι. Α. 1021.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />avec réflexion, en réfléchissant.<br />'''Étymologie:''' part. pf. de [[λογίζομαι]].
}}
}}

Revision as of 19:55, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λελογισμένως Medium diacritics: λελογισμένως Low diacritics: λελογισμένως Capitals: ΛΕΛΟΓΙΣΜΕΝΩΣ
Transliteration A: lelogisménōs Transliteration B: lelogismenōs Transliteration C: lelogismenos Beta Code: lelogisme/nws

English (LSJ)

Adv., (λογίζομαι)

   A according to calculation, λ. ὅκως . . Hdt.3.104; λ. πράσσοιμι μᾶλλον ἢ σθένει E.IA1021; ὀρθῶς καὶ λ. Plu. Galb.5.

German (Pape)

[Seite 28] adv. zum part. perf. von λογίζομαι, mit Ueberlegung, nach reiflicher Erwägung; Eur. I. A. 1021; Her. 3, 104, wo ὅπως folgt.

Greek (Liddell-Scott)

λελογισμένως: ἐπίρρ. κατὰ τὸν ὑπολογισμόν, λελογ. ὅκως ἄν... Ἡρόδ. 3. 104· λελ. πράσσοντα μᾶλλον ἢ σθένει Εὐρ. Ι. Α. 1021.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec réflexion, en réfléchissant.
Étymologie: part. pf. de λογίζομαι.