ζηλωτής: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
(6_19)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ζηλωτής''': -οῦ, ὁ, ὁ [[μετὰ]] ζήλου ὀπαδὸς καὶ [[μιμητής]], μιμητὴς καὶ ζ. τῆς ἀρετῆς Ἰσοκρ. 4B˙ ζ. καὶ ἐρασταὶ τῆς Λακεδαιμονίων παιδείας Πλάτ. Πρωτ. 343A˙ τῆς ἡλικίας τοῦ μειρακίου Αἰσχίν. 50. 26˙ τῶν καλῶν βουλευμάτων ὁ αὐτ. 51. 8˙ τῶν ἀγαθῶν τῶν εἰς τὴν πόλιν μαρτυρουμένων Συλλ. Ἐπιγρ. 2448. 80˙ Θουκυδίδου, Ἀντισθένους Λουκ. Ἱστ. Συγγρ. 15, Ἑρμοτ. 14. 2) [[ζηλότυπος]], θεὸς ζ. Ἑβδ. (Ἐξόδ. κ΄, 5). ΙΙ. [[ζηλωτής]], [[πλήρης]] ζήλου, ἐν χρήσει πρὸς μετάφρασιν τοῦ Κανανίτης ἢ Καναναῖος (ἔκ τοῦ Ἑβραϊκ. gâna, φλέγομαι, εἶμαι [[ζηλωτής]]), Εὐαγγ. κ. Ματθ. ι΄, 4, κ. Μᾶρκ. γ΄, 18, Λουκ. ϛ΄, 15, Πράξ. Ἀποστόλ. α΄, 13.
|lstext='''ζηλωτής''': -οῦ, ὁ, ὁ [[μετὰ]] ζήλου ὀπαδὸς καὶ [[μιμητής]], μιμητὴς καὶ ζ. τῆς ἀρετῆς Ἰσοκρ. 4B˙ ζ. καὶ ἐρασταὶ τῆς Λακεδαιμονίων παιδείας Πλάτ. Πρωτ. 343A˙ τῆς ἡλικίας τοῦ μειρακίου Αἰσχίν. 50. 26˙ τῶν καλῶν βουλευμάτων ὁ αὐτ. 51. 8˙ τῶν ἀγαθῶν τῶν εἰς τὴν πόλιν μαρτυρουμένων Συλλ. Ἐπιγρ. 2448. 80˙ Θουκυδίδου, Ἀντισθένους Λουκ. Ἱστ. Συγγρ. 15, Ἑρμοτ. 14. 2) [[ζηλότυπος]], θεὸς ζ. Ἑβδ. (Ἐξόδ. κ΄, 5). ΙΙ. [[ζηλωτής]], [[πλήρης]] ζήλου, ἐν χρήσει πρὸς μετάφρασιν τοῦ Κανανίτης ἢ Καναναῖος (ἔκ τοῦ Ἑβραϊκ. gâna, φλέγομαι, εἶμαι [[ζηλωτής]]), Εὐαγγ. κ. Ματθ. ι΄, 4, κ. Μᾶρκ. γ΄, 18, Λουκ. ϛ΄, 15, Πράξ. Ἀποστόλ. α΄, 13.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui a du zèle, du goût pour.<br />'''Étymologie:''' [[ζηλόω]].
}}
}}

Revision as of 19:55, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζηλωτής Medium diacritics: ζηλωτής Low diacritics: ζηλωτής Capitals: ΖΗΛΩΤΗΣ
Transliteration A: zēlōtḗs Transliteration B: zēlōtēs Transliteration C: zilotis Beta Code: zhlwth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A emulator, zealous admirer or follower, μιμητὴς καὶ ζ. τῆς πατρῴας ἀρετῆς Isoc.1.11; ζ. καὶ ἐρασταὶ τῆς Λακεδαιμονίων παιδείας Pl.Prt.343a; τῆς ἡλικίας τοῦ μειρακίου Aeschin.2.166; τῶν καλῶν βουλευμάτων ib.171; τῆς αὐτῆς αἱρέσεως SIG675.27 (Oropus, ii B.C.); μαθήσεως Phld.Rh.2.262S.; πνευμάτων 1 Ep.Cor.14.12; τῶν ἀγαθῶν τῶν εἰς τὴν πόλιν μαρτυρουμένων IG7.2712.99 (Acraephiae): c. gen. pers., τοῦ Διός Muson.Fr.8p.37H.; τῶ πράτω θεῶ Sthenid. ap. Stob.4.7.63 (nom.sg. ζηλωτάς codd.); Θουκυδίδου, Ἀντισθένους, Luc.Hist.Conscr.15, Herm.14; perh. champion, Epicur.Nat.70G.    2 jealous, θεὸς ζ. LXXEx.20.5.    II zealot, used to translate Κανανίτης or Καναναῖος, Ev.Luc.6.15, Act.Ap.1.13, J.BJ4.3.9; τῶν πατρίων ἐθῶν Id.AJ12.6.2; τῶν νόμων LXX 2 Ma. 4.2.

German (Pape)

[Seite 1139] ὁ, der Nacheiferer, Bewunderer, καὶ ἐραστὴς τῆς Λακεδαιμονίων παιδείας Plat. Prot. 343 a; καὶ μιμητὴς τῆς ἀρετῆς Isocr. 1, 11; vgl. Hdn. 6, 8, 5. Dah. bei Sp. geradezu Anhänger, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

ζηλωτής: -οῦ, ὁ, ὁ μετὰ ζήλου ὀπαδὸς καὶ μιμητής, μιμητὴς καὶ ζ. τῆς ἀρετῆς Ἰσοκρ. 4B˙ ζ. καὶ ἐρασταὶ τῆς Λακεδαιμονίων παιδείας Πλάτ. Πρωτ. 343A˙ τῆς ἡλικίας τοῦ μειρακίου Αἰσχίν. 50. 26˙ τῶν καλῶν βουλευμάτων ὁ αὐτ. 51. 8˙ τῶν ἀγαθῶν τῶν εἰς τὴν πόλιν μαρτυρουμένων Συλλ. Ἐπιγρ. 2448. 80˙ Θουκυδίδου, Ἀντισθένους Λουκ. Ἱστ. Συγγρ. 15, Ἑρμοτ. 14. 2) ζηλότυπος, θεὸς ζ. Ἑβδ. (Ἐξόδ. κ΄, 5). ΙΙ. ζηλωτής, πλήρης ζήλου, ἐν χρήσει πρὸς μετάφρασιν τοῦ Κανανίτης ἢ Καναναῖος (ἔκ τοῦ Ἑβραϊκ. gâna, φλέγομαι, εἶμαι ζηλωτής), Εὐαγγ. κ. Ματθ. ι΄, 4, κ. Μᾶρκ. γ΄, 18, Λουκ. ϛ΄, 15, Πράξ. Ἀποστόλ. α΄, 13.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui a du zèle, du goût pour.
Étymologie: ζηλόω.