ὑποβιβάζω: Difference between revisions
Ἐχθροὺς ἀμύνου μὴ ‘πὶ τῇ σαυτοῦ βλάβῃ → Ulciscere hostem, non tamen damno tuo → Die Feinde wehre ohne Schaden für dich ab
(6_13b) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑποβῐβάζω''': μέλλ. -βιβάσω, Ἀττ. -βιβῶ· - μεταβ. ἐνεργείας τοῦ [[ὑποβαίνω]], [[φέρω]] [[κάτω]], [[καταβιβάζω]]· ἐν ἰατρ. φράσει κενώνω [[κάτωθεν]], δηλ. διὰ καθαρτικοῦ, ὑπ. τὰ χολώδη Διοσκ. 3. 35, πρβλ. Ὀρειβάσ. 89 Matth. ΙΙ. Μέσ., ταπεινῶ, χαμηλῶ ἐμαυτόν, ἐπὶ ἵππου [[ὅστις]] χαμηλώνει ἑαυτὸν [[ὅπως]] δεχθῇ τὸν ἀναβάτην, Λατ. subsidere, «[[διδακτέον]] δὲ τὸ ἵππον καὶ ὑποβιβάζεσθαι· ἔστι δὲ τὸ διϊστᾶν τὰ σκέλη, καὶ ἐγκαθίζειν τε καὶ ταπεινοῦν ἑαυτόν, [[ὥστε]] εὐπετῶς ἀναβαίνειν τὸν ἱππέα» Ξεν. Ἱππ. 6, 16, [[Πολυδ]]. Α΄, 213· πρβλ. [[ὑπόβασις]] ΙΙ. ΙΙΙ. [[ὑποκαταβαίνω]], ἐλαττῶ, «ὑποβιβάζοντες· ὑποκαταβαίνοντες. ἐλαττοῦντες» καὶ «ὑποβιβασθέν... ὑποπεπτωκὸς» Ἡσύχ., πρβλ. Φώτ. σ. 626. | |lstext='''ὑποβῐβάζω''': μέλλ. -βιβάσω, Ἀττ. -βιβῶ· - μεταβ. ἐνεργείας τοῦ [[ὑποβαίνω]], [[φέρω]] [[κάτω]], [[καταβιβάζω]]· ἐν ἰατρ. φράσει κενώνω [[κάτωθεν]], δηλ. διὰ καθαρτικοῦ, ὑπ. τὰ χολώδη Διοσκ. 3. 35, πρβλ. Ὀρειβάσ. 89 Matth. ΙΙ. Μέσ., ταπεινῶ, χαμηλῶ ἐμαυτόν, ἐπὶ ἵππου [[ὅστις]] χαμηλώνει ἑαυτὸν [[ὅπως]] δεχθῇ τὸν ἀναβάτην, Λατ. subsidere, «[[διδακτέον]] δὲ τὸ ἵππον καὶ ὑποβιβάζεσθαι· ἔστι δὲ τὸ διϊστᾶν τὰ σκέλη, καὶ ἐγκαθίζειν τε καὶ ταπεινοῦν ἑαυτόν, [[ὥστε]] εὐπετῶς ἀναβαίνειν τὸν ἱππέα» Ξεν. Ἱππ. 6, 16, [[Πολυδ]]. Α΄, 213· πρβλ. [[ὑπόβασις]] ΙΙ. ΙΙΙ. [[ὑποκαταβαίνω]], ἐλαττῶ, «ὑποβιβάζοντες· ὑποκαταβαίνοντες. ἐλαττοῦντες» καὶ «ὑποβιβασθέν... ὑποπεπτωκὸς» Ἡσύχ., πρβλ. Φώτ. σ. 626. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=faire descendre ; <i>particul. t. de méd.</i> faire couler par le bas;<br /><i><b>Moy.</b></i> ὑποβιβάζομαι se baisser <i>en parl. du cheval qui se baisse pour recevoir le cavalier</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[βιβάζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:55, 9 August 2017
English (LSJ)
Causal of ὑποβαίνω,
A draw or bring down: Medic., carry off downwards, i. e. by purging, ὑ. τὰ χολώδη Dsc.3.30, cf. Antyll. ap. Orib.6.6.1. II Med., stoop or crouch down, of a horse that lowers itself to take up the rider, X.Eq.6.16, Poll.1.213; cf. ὑπόβασις 11. III lower, humble, Hsch., Phot., Suid. IV Music., transpose lower, opp. ὑπερβ., Theo Sm.p.92 H. V Pass., of numbers, to be in a descending series, Iamb. in Nic.p.53 P.
German (Pape)
[Seite 1211] herunter führen, machen, daß Etwas herunter kommt, herabbringen, Sp. – Bei den Aerzten nach unten abführen, τὰ χολώδη Diosc. – Med. sich niederlassen, bes. vom Pferde, den Leib strecken, um den Reiter aufsitzen zu lassen, Xen. de re equ. 6, 16; vgl. Poll. 1, 213.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποβῐβάζω: μέλλ. -βιβάσω, Ἀττ. -βιβῶ· - μεταβ. ἐνεργείας τοῦ ὑποβαίνω, φέρω κάτω, καταβιβάζω· ἐν ἰατρ. φράσει κενώνω κάτωθεν, δηλ. διὰ καθαρτικοῦ, ὑπ. τὰ χολώδη Διοσκ. 3. 35, πρβλ. Ὀρειβάσ. 89 Matth. ΙΙ. Μέσ., ταπεινῶ, χαμηλῶ ἐμαυτόν, ἐπὶ ἵππου ὅστις χαμηλώνει ἑαυτὸν ὅπως δεχθῇ τὸν ἀναβάτην, Λατ. subsidere, «διδακτέον δὲ τὸ ἵππον καὶ ὑποβιβάζεσθαι· ἔστι δὲ τὸ διϊστᾶν τὰ σκέλη, καὶ ἐγκαθίζειν τε καὶ ταπεινοῦν ἑαυτόν, ὥστε εὐπετῶς ἀναβαίνειν τὸν ἱππέα» Ξεν. Ἱππ. 6, 16, Πολυδ. Α΄, 213· πρβλ. ὑπόβασις ΙΙ. ΙΙΙ. ὑποκαταβαίνω, ἐλαττῶ, «ὑποβιβάζοντες· ὑποκαταβαίνοντες. ἐλαττοῦντες» καὶ «ὑποβιβασθέν... ὑποπεπτωκὸς» Ἡσύχ., πρβλ. Φώτ. σ. 626.
French (Bailly abrégé)
faire descendre ; particul. t. de méd. faire couler par le bas;
Moy. ὑποβιβάζομαι se baisser en parl. du cheval qui se baisse pour recevoir le cavalier.
Étymologie: ὑπό, βιβάζω.