ἐξοικοδομέω: Difference between revisions
Ἡ δὲ Σελήνη γενομένη μὲν ἐκ τῆς ἀντανακλάσεως τοῦ ἡλιακοῦ φωτὸς → the moon having been made from the reflection of sunlight (Vettius Valens, Anthologies 1.14)
(6_15) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐξοικοδομέω''': οἰκοδομῶ ἐντελῶς, τὸ ἐν Μέμφι ἱρὸν Ἄμασίς ἐστι ὁ ἐξοικοδομήσας Ἠροδ. 2. 176., 5. 62, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1124, κλ.· μεταφ., τέχνην μεγάλην ἐξοικοδομήσας Φερεκρ. ἐν «Κραπατάλλοις» 8· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ Μέσ. τύπῷ, Πολύβ. 1. 48, 11. 2) ἐξοικοδομεῖν τὸν κρημνόν, οἰκοδομεῖν ὁδὸν παρὰ τὸν κρημνόν, ὁ αὐτὸς 3. 35, 6. ΙΙ. [[κρημνίζω]] [[μέρος]] ᾠκοδομημένον, [[ἐκφράσσω]], ἀνοίγω, ταύτας (τὰς πύλας) ἐξῳκοδόμησεν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀνοικοδομῶ, Διόδ. 11. 21, πρβλ. Πλουτ. Δίωνα 50. | |lstext='''ἐξοικοδομέω''': οἰκοδομῶ ἐντελῶς, τὸ ἐν Μέμφι ἱρὸν Ἄμασίς ἐστι ὁ ἐξοικοδομήσας Ἠροδ. 2. 176., 5. 62, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1124, κλ.· μεταφ., τέχνην μεγάλην ἐξοικοδομήσας Φερεκρ. ἐν «Κραπατάλλοις» 8· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ Μέσ. τύπῷ, Πολύβ. 1. 48, 11. 2) ἐξοικοδομεῖν τὸν κρημνόν, οἰκοδομεῖν ὁδὸν παρὰ τὸν κρημνόν, ὁ αὐτὸς 3. 35, 6. ΙΙ. [[κρημνίζω]] [[μέρος]] ᾠκοδομημένον, [[ἐκφράσσω]], ἀνοίγω, ταύτας (τὰς πύλας) ἐξῳκοδόμησεν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀνοικοδομῶ, Διόδ. 11. 21, πρβλ. Πλουτ. Δίωνα 50. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> achever de construire, acc.;<br /><b>2</b> pratiquer une ouverture dans une construction, ouvrir, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[οἰκοδομέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:56, 9 August 2017
English (LSJ)
A build, Hdt.2.176, 5.62; make a building good, IG 22.463.48: metaph., τέχνην μεγάλην ἐ. Pherecr.94:—Med., Plb.1.48.11:—Pass., ἐξῳκοδόμηταί σοι τὸ τεῖχος is finished, Ar.Av.1124. 2 ἐ. κρημνόν build up a road along it, Plb.3.55.6. II unbuild, lay open, τὰς πύλας D.S.11.21, cf. Plu.Dio50.
German (Pape)
[Seite 885] ausbauen, fertig erbauen; τεῖχος Ar. Av. 1124; οἰκίας Her. 5, 62; Xen. Oec. 20, 29 u. Sp.; πύλας, die verbau'ten Thore öffnen, niederreißen, D. Sic. 11, 21; τὸ περιτείχισμα Plut. Dion. 50; – τὸν κρημνόν, einen Weg darüber bahnen, Pol. 3, 55, 6, der auch im med. ἐξοικοδομήσασθαι τεῖχος sagt, für sich aufführen, 1, 48, 11.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξοικοδομέω: οἰκοδομῶ ἐντελῶς, τὸ ἐν Μέμφι ἱρὸν Ἄμασίς ἐστι ὁ ἐξοικοδομήσας Ἠροδ. 2. 176., 5. 62, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1124, κλ.· μεταφ., τέχνην μεγάλην ἐξοικοδομήσας Φερεκρ. ἐν «Κραπατάλλοις» 8· ὡσαύτως ἐν τῷ Μέσ. τύπῷ, Πολύβ. 1. 48, 11. 2) ἐξοικοδομεῖν τὸν κρημνόν, οἰκοδομεῖν ὁδὸν παρὰ τὸν κρημνόν, ὁ αὐτὸς 3. 35, 6. ΙΙ. κρημνίζω μέρος ᾠκοδομημένον, ἐκφράσσω, ἀνοίγω, ταύτας (τὰς πύλας) ἐξῳκοδόμησεν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀνοικοδομῶ, Διόδ. 11. 21, πρβλ. Πλουτ. Δίωνα 50.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 achever de construire, acc.;
2 pratiquer une ouverture dans une construction, ouvrir, acc..
Étymologie: ἐξ, οἰκοδομέω.