ἐπίγειος: Difference between revisions
(6_15) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπίγειος''': -ον, (γέα, γῆ) ὡς καὶ νῦν, ὁ ἐπὶ τῆς γῆς, γήϊνος, ζῷα Πλάτ. Πολ. 546A, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 49B, 10, π. Ζ. Μορ. 2. 13, 9, κ. ἀλλ., Ἀνθ. Π. παράρτ. 369· πρβλ. [[ἐπίγαιος]]. 2) ὡς οὐσιαστ., ἐπίγειον, τό, [[καλῴδιον]] ἐκ τῆς πρύμνης τοῦ πλοίου δεδεμένον εἰς τὴν γῆν (πρβλ. [[πρυμνήσιος]]), ὡς ἐξοίσων ἐπ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 51, πρβλ. 371. Γράφεται [[ἐπίγυιον]] παρ’ Ἁρποκρ., ἐπίγυον δὲ παρὰ Πολυβ. 3. 46, 3, Σουΐδᾳ καὶ Ἡσυχίῳ, καὶ οἱ τύποι οὗτοι ἀπαντῶσιν [[ὡσαύτως]] καὶ ἐν Ἐπιγραφ., ἴδε Böckh Urkunden u. d. Att. Seewesen σ. 162· πρβλ. [[ἀπόγαιος]]. ΙΙ. ἕρπων, ἐπὶ φυτῶν, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 18, 6. | |lstext='''ἐπίγειος''': -ον, (γέα, γῆ) ὡς καὶ νῦν, ὁ ἐπὶ τῆς γῆς, γήϊνος, ζῷα Πλάτ. Πολ. 546A, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 49B, 10, π. Ζ. Μορ. 2. 13, 9, κ. ἀλλ., Ἀνθ. Π. παράρτ. 369· πρβλ. [[ἐπίγαιος]]. 2) ὡς οὐσιαστ., ἐπίγειον, τό, [[καλῴδιον]] ἐκ τῆς πρύμνης τοῦ πλοίου δεδεμένον εἰς τὴν γῆν (πρβλ. [[πρυμνήσιος]]), ὡς ἐξοίσων ἐπ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 51, πρβλ. 371. Γράφεται [[ἐπίγυιον]] παρ’ Ἁρποκρ., ἐπίγυον δὲ παρὰ Πολυβ. 3. 46, 3, Σουΐδᾳ καὶ Ἡσυχίῳ, καὶ οἱ τύποι οὗτοι ἀπαντῶσιν [[ὡσαύτως]] καὶ ἐν Ἐπιγραφ., ἴδε Böckh Urkunden u. d. Att. Seewesen σ. 162· πρβλ. [[ἀπόγαιος]]. ΙΙ. ἕρπων, ἐπὶ φυτῶν, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 18, 6. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui est sur la terre :<br /><b>1</b> qui vit sur la terre;<br /><b>2</b> qui se traîne à terre, rampant <i>en parl. de plantes</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[γῆ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:56, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A on or of the earth, terrestrial, ζῷα Pl.R.546a; βροτοί IG14.1571; opp. ὑπόγειος, PMag.Par.1.3043 (iii A.D.), etc. 2. creeping, of plants, Thphr.HP3.18.6,6.2.2, al.; but land-plants, opp. water-plants, Arist.PA681a21; living on the ground, [ὄρνιθες], τετράποδα, Id.HA633b1, PA657b24. 3. neut. pl., ἐπίγεια ground-floor, opp. πύργος διώρυφος, PPetr.2p.20 (iii B.C.). II. Subst. ἐπίγειον, τό, misspelling of ἐπίγυον, v.l. in Ar.Fr.80,426. (Cf. ἐπίγαιος.)
German (Pape)
[Seite 932] an, auf der Erde befindlich, ζῷα, den φυτὰ ἔγγεια entgeggstzt, Plat. Rep. VIII, 546 a; ἄνθρωπος Ax. 368 b, βροτοί Ep. ad. 710 c (App. 369). Am Boden, niedrig, φυτόν Philo; κάλαμος, Ggstz des im Wasser wachsenden, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίγειος: -ον, (γέα, γῆ) ὡς καὶ νῦν, ὁ ἐπὶ τῆς γῆς, γήϊνος, ζῷα Πλάτ. Πολ. 546A, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 49B, 10, π. Ζ. Μορ. 2. 13, 9, κ. ἀλλ., Ἀνθ. Π. παράρτ. 369· πρβλ. ἐπίγαιος. 2) ὡς οὐσιαστ., ἐπίγειον, τό, καλῴδιον ἐκ τῆς πρύμνης τοῦ πλοίου δεδεμένον εἰς τὴν γῆν (πρβλ. πρυμνήσιος), ὡς ἐξοίσων ἐπ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 51, πρβλ. 371. Γράφεται ἐπίγυιον παρ’ Ἁρποκρ., ἐπίγυον δὲ παρὰ Πολυβ. 3. 46, 3, Σουΐδᾳ καὶ Ἡσυχίῳ, καὶ οἱ τύποι οὗτοι ἀπαντῶσιν ὡσαύτως καὶ ἐν Ἐπιγραφ., ἴδε Böckh Urkunden u. d. Att. Seewesen σ. 162· πρβλ. ἀπόγαιος. ΙΙ. ἕρπων, ἐπὶ φυτῶν, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 18, 6.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui est sur la terre :
1 qui vit sur la terre;
2 qui se traîne à terre, rampant en parl. de plantes.
Étymologie: ἐπί, γῆ.