ἐπιβάσκω: Difference between revisions
From LSJ
μεγάλα ὠφελήσεσθε πρὸς ἱστορίαν τῶν κοινῶν → that will be of great benefit to you in order to understand public affairs
(6_14) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπιβάσκω''': μεταβατικὸν ἐνεργείας τοῦ [[ἐπιβαίνω]] ΙΙ, [[μετὰ]] γεν., οὐ μὲν ἔοικεν ἀρχὸν ἐόντα κακῶν ἐπιβασκέμεν υἷας Ἀχαιῶν, «οὐ μὴν πρέπει ἀρχηγὸν [[ὄντα]] τῶν Ἑλλήνων ἐπὶ κακῶν ἐπιβιβάζειν αὐτοὺς» (Θ. Γαζῆς), δηλ. νὰ ὁδηγῇς αὐτοὺς εἰς δυστυχίας, Ἱλ. Β. 234. | |lstext='''ἐπιβάσκω''': μεταβατικὸν ἐνεργείας τοῦ [[ἐπιβαίνω]] ΙΙ, [[μετὰ]] γεν., οὐ μὲν ἔοικεν ἀρχὸν ἐόντα κακῶν ἐπιβασκέμεν υἷας Ἀχαιῶν, «οὐ μὴν πρέπει ἀρχηγὸν [[ὄντα]] τῶν Ἑλλήνων ἐπὶ κακῶν ἐπιβιβάζειν αὐτοὺς» (Θ. Γαζῆς), δηλ. νὰ ὁδηγῇς αὐτοὺς εἰς δυστυχίας, Ἱλ. Β. 234. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. inf. épq.</i> ἐπιβασκέμεν;<br />plonger dans, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[βάσκω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:56, 9 August 2017
English (LSJ)
causal of ἐπιβαίνω, c. gen., κακῶν ἐπιβασκέμεν υἷας Αχαιῶν
A lead them into misery, Il.2.234. (Perh. by haplology from ἐπιβιβάσκω.)
German (Pape)
[Seite 928] Il. 2, 234 κακῶν ἐπιβασκέμεν υἷας Ἀχαιῶν, ins Unglück führen.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιβάσκω: μεταβατικὸν ἐνεργείας τοῦ ἐπιβαίνω ΙΙ, μετὰ γεν., οὐ μὲν ἔοικεν ἀρχὸν ἐόντα κακῶν ἐπιβασκέμεν υἷας Ἀχαιῶν, «οὐ μὴν πρέπει ἀρχηγὸν ὄντα τῶν Ἑλλήνων ἐπὶ κακῶν ἐπιβιβάζειν αὐτοὺς» (Θ. Γαζῆς), δηλ. νὰ ὁδηγῇς αὐτοὺς εἰς δυστυχίας, Ἱλ. Β. 234.
French (Bailly abrégé)
seul. inf. épq. ἐπιβασκέμεν;
plonger dans, gén..
Étymologie: ἐπί, βάσκω.