ἐπιμελητής: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht

Menander, Monostichoi, 467
(6_19)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιμελητής''': -οῦ, ὁ, ([[ἐπιμελέομαι]]) ὁ ἔχων τὴν ἐπιμέλειαν, τὴν φροντίδα πράγματός τινος, ὁ διέπων τι, [[οἰκονόμος]], [[φροντιστής]], [[ἐπιστάτης]], τῶν τῆς πόλεώς εἰμ’ ἐπιμελητὴς πραγμάτων, [[διέπω]] τὰ τῆς πόλεως πράγματα, Ἀριστοφ. Πλ. 907· ἵππων καὶ ὄνων Πλάτ. Γοργ. 516Α· τῶν πρὸς δίαιταν ἐπιτηδείων Ξεν. Κύρ. 8. 1, 9· [[ὡσαύτως]], ὁ περὶ τῆς παιδείας ἐπ. Πλάτ. Νόμ. 915Ε: - ἀπολ., [[φύλαξ]] καὶ ἐπ. Ξεν. Ἀπομν. 2. 7, 14· ἐπὶ ἐργοδότου ἢ ἐπιστάτου, ὦ ’πιμελητὰ φιλάργυρε Θεοκρ. 10. 54· ἐπὶ διοικητοῦ, κυβερνήτου, καταστήσας ἐν αὐτῷ Δράκοντα Πελληνέα ἐπιμελητὴν Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 11, πρβλ. Πολύβ. 4. 80, 15, Συλλ. Ἐπιγρ. 332. 335 κ. ἀλλ.· ἰδίως ἐπὶ τοῦ Ἀθηναίου ἐπιμελητοῦ τῆς Δήλου, [[αὐτόθι]] 2286-8 2293 κ. ἀλλ. II. ἐπὶ ἐπιμελητῶν οἷς ἀνετέθη ὑπὸ τῆς πόλεως ἡ [[ἐπιστασία]] πράγματός τινος, 1) ἐπὶ ἱερῶν κτημάτων ἢ πραγμάτων ἐν γένει, οὔτ’ ἐπιμελητὴς ᾑρημένος Λυσ. 7. 29, Συλλ. Ἐπιγρ. 108, 109· τῶν μυστηρίων Δημ. 570. 7· εἰς τὰ [[Διονύσια]] ὁ αὐτ. 519. 17. 2) ἐπὶ τῶν [[ἕνδεκα]], ἐπ. τῶν κακούργων Ἀντιφῶν 131. 26. 3) ἐπὶ τῶν ἀρχηγῶν τῶν φυλῶν, Δημ. 512. 2. Συλλ. Ἐπιγρ. 104, 213· οἱ ἐν ταῖς συμμορίαις ἐπ. Δημ. 1145. 15. 4) τῶν νεωρίων ὁ αὐτ. 612. 21· ἐπ. τοῦ ἐμπορίου ὁ αὐτ. 1324. 28, Δείναρχ. 106. 20· ἐμπορίου δ’ ἐπιμελητὰς [[δέκα]] κληροῦσι Ἀριστ. Ἀθηναίων Πολ. σ. 73.14 (ἔκδ. Blass)· τοῦ λιμένος, [[λιμενάρχης]], Συλλ. Ἐπιγρ. 124. 19· ἐπιθεωρητὴς σταθμῶν καὶ μέτρων, [[αὐτόθι]] 123· ἐπιτηρητὴς τῶν γυμνασίων, 353. 12· ὁ τοῦ πρυτανείου 575· κρηνῶν Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 8, 5, Ἀθην. Πολ. σ. 62. 3· πυλῶν τε καὶ τειχῶν φυλακῆς [[αὐτόθι]] 14· ὁδῶν Συλλ. Ἐπιγρ. 2638, κλ.
|lstext='''ἐπιμελητής''': -οῦ, ὁ, ([[ἐπιμελέομαι]]) ὁ ἔχων τὴν ἐπιμέλειαν, τὴν φροντίδα πράγματός τινος, ὁ διέπων τι, [[οἰκονόμος]], [[φροντιστής]], [[ἐπιστάτης]], τῶν τῆς πόλεώς εἰμ’ ἐπιμελητὴς πραγμάτων, [[διέπω]] τὰ τῆς πόλεως πράγματα, Ἀριστοφ. Πλ. 907· ἵππων καὶ ὄνων Πλάτ. Γοργ. 516Α· τῶν πρὸς δίαιταν ἐπιτηδείων Ξεν. Κύρ. 8. 1, 9· [[ὡσαύτως]], ὁ περὶ τῆς παιδείας ἐπ. Πλάτ. Νόμ. 915Ε: - ἀπολ., [[φύλαξ]] καὶ ἐπ. Ξεν. Ἀπομν. 2. 7, 14· ἐπὶ ἐργοδότου ἢ ἐπιστάτου, ὦ ’πιμελητὰ φιλάργυρε Θεοκρ. 10. 54· ἐπὶ διοικητοῦ, κυβερνήτου, καταστήσας ἐν αὐτῷ Δράκοντα Πελληνέα ἐπιμελητὴν Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 11, πρβλ. Πολύβ. 4. 80, 15, Συλλ. Ἐπιγρ. 332. 335 κ. ἀλλ.· ἰδίως ἐπὶ τοῦ Ἀθηναίου ἐπιμελητοῦ τῆς Δήλου, [[αὐτόθι]] 2286-8 2293 κ. ἀλλ. II. ἐπὶ ἐπιμελητῶν οἷς ἀνετέθη ὑπὸ τῆς πόλεως ἡ [[ἐπιστασία]] πράγματός τινος, 1) ἐπὶ ἱερῶν κτημάτων ἢ πραγμάτων ἐν γένει, οὔτ’ ἐπιμελητὴς ᾑρημένος Λυσ. 7. 29, Συλλ. Ἐπιγρ. 108, 109· τῶν μυστηρίων Δημ. 570. 7· εἰς τὰ [[Διονύσια]] ὁ αὐτ. 519. 17. 2) ἐπὶ τῶν [[ἕνδεκα]], ἐπ. τῶν κακούργων Ἀντιφῶν 131. 26. 3) ἐπὶ τῶν ἀρχηγῶν τῶν φυλῶν, Δημ. 512. 2. Συλλ. Ἐπιγρ. 104, 213· οἱ ἐν ταῖς συμμορίαις ἐπ. Δημ. 1145. 15. 4) τῶν νεωρίων ὁ αὐτ. 612. 21· ἐπ. τοῦ ἐμπορίου ὁ αὐτ. 1324. 28, Δείναρχ. 106. 20· ἐμπορίου δ’ ἐπιμελητὰς [[δέκα]] κληροῦσι Ἀριστ. Ἀθηναίων Πολ. σ. 73.14 (ἔκδ. Blass)· τοῦ λιμένος, [[λιμενάρχης]], Συλλ. Ἐπιγρ. 124. 19· ἐπιθεωρητὴς σταθμῶν καὶ μέτρων, [[αὐτόθι]] 123· ἐπιτηρητὴς τῶν γυμνασίων, 353. 12· ὁ τοῦ πρυτανείου 575· κρηνῶν Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 8, 5, Ἀθην. Πολ. σ. 62. 3· πυλῶν τε καὶ τειχῶν φυλακῆς [[αὐτόθι]] 14· ὁδῶν Συλλ. Ἐπιγρ. 2638, κλ.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> qui prend soin de, chargé du soin de, gén.;<br /><b>2</b> <i>abs.</i> administrateur, directeur, gouverneur ; <i>particul. à Athènes</i> préposé à, commissaire, intendant (à la célébration des mystères, aux arsenaux, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιμελέομαι]].
}}
}}

Revision as of 19:57, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιμελητής Medium diacritics: ἐπιμελητής Low diacritics: επιμελητής Capitals: ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΣ
Transliteration A: epimelētḗs Transliteration B: epimelētēs Transliteration C: epimelitis Beta Code: e)pimelhth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A one who has charge of a thing, manager, curator, τῶν τῆς πόλεως πραγμάτων Ar.Pl.907; ὄνων καὶ ἵππων Pl.Grg.516a; τῶν εἰς τὴν δίαιταν ἐπιτηδείων X.Cyr.8.1.9; also ὁ περὶ τῆς παιδείας ἐ. Pl.Lg.951e: abs., φύλαξ καὶ ἐ. X.Mem.2.7.14; of a bailiff, Theoc.10.54; of a governor, X.HG3.2.11; τῆς Τριφυλίας Plb.4.80.15, cf. Plu.Alex.35; Δήλου SIG2 508 (Delos, ii B.C.), etc.; in Salamis, IG22.1008.77, etc.    2. military commander, τῆς οὐραγίας Plb.3.79.4.    II. as an official title, curator,    1. of sacred matters, Lys.7.29; τῶν περὶ τὰ ἱερά Arist.Pol. 1322b19; μυστηρίων D.21.171, IG22.1672.246, etc.; of the Dionysia, D.21.15; [τῆς πομπῆς] Arist.Ath.56.4, IG22.668; of the shrine of Amphiaraus at Oropus, ib.7.4255.32.    2. financial officers at Athens, ib.12.65.46; of the Eleven, ἐ. τῶν κακούργων Antipho 5.17.    3. of the chiefs of the φυλαί or Tribes, D.21.13, IG22.1139, etc.; ἐ. τῆς συμμορίας D.47.22.    4. τῶν νεωρίων Id.22.63, IG22.1629.179; ἐ. ἐμπορίου clerk of the market, Din.2.10; ἐ. ἐπὶ τὸν λιμένα harbour-master, IG22.1012.19; inspector of weights and measures, ib.22.1013.47; curator of the gymnasia, ib.22.1077.12; of the πρυτανεῖον, ib.3.90; κρηνῶν Arist.Pol.1321b26, Ath.43.1; ἐ. ὁδοῦ Ἀππίας, = Lat. curator viae Appiae, CIG4029 (Ancyra, ii A.D.); πυλῶν τε καὶ τειχῶν φυλακῆς Arist.Pol.1322a36, cf.SIG707.18 (ii B.C.); τῶν ξένων IG12(1).49.50 (Rhodes, ii B.C.).    5. title of a magistrate at Epidaurus, Ἀρχ.Ἐφ.1918.117 (ii B.C.), cf. IG4.490 (Cleonae), 4.840, 841 (Calauria), 4.2 (Aegina).    6. financial officer in Egypt, Arch.Pap. 2.83 (iii B.C.), PAmh.2.33.7 (ii B.C.), etc.    7. deputy of an Emperor holding honorary local office, SIG872 (Eleusis, ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 961] ὁ, der Besorger, Verwalter, Aufseher; ὄνων καὶ ἵππων Plat. Gorg. 516 a; παιδείας Legg. VI, 765 d (auch περὶ τῆς παιδείας, IX, 951 e); καὶ προστάτης ibd. 766 b; τῆς πόλεως Rep. IV, 424 b; καὶ φύλαξ Xen. Mem. 2, 7, 14; τῶν κακούργων Antiph. 5, 17, das sind οἱ ἕνδεκα; – in Athen bes. gewisse Commissionen, die auf eine bestimmte Zeit für gewisse Geschäfte ernannt wurden, ohne das Ansehen wirklicher Behörden, ἀρχαί, zu haben (vgl. ἐπιμελέομαι;) so τῶν νεωρίων, Vorsteher der Schiffswerften, Dem. 22, 63; ἐμπορίου, Din. 2, 10; τῶν φυλῶν, Vorsteher der Phylen, Dem. 21, 13; οἱ ἐν ταῖς συμμορίαις, 47, 21; τῶν μυστηρίων, 21, 171; εἰς Διονύσια, 21, 15 u. A.; τῶν κοινῶν προσόδων, Schatzmeister, Plut. Aristid. 4. – Bei Sp. Statthalter, Pol. 4, 80, 15 D. Sic. 1, 17; τῆσ οὐραγίας, Anführer, Pol. 3, 79, 4.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιμελητής: -οῦ, ὁ, (ἐπιμελέομαι) ὁ ἔχων τὴν ἐπιμέλειαν, τὴν φροντίδα πράγματός τινος, ὁ διέπων τι, οἰκονόμος, φροντιστής, ἐπιστάτης, τῶν τῆς πόλεώς εἰμ’ ἐπιμελητὴς πραγμάτων, διέπω τὰ τῆς πόλεως πράγματα, Ἀριστοφ. Πλ. 907· ἵππων καὶ ὄνων Πλάτ. Γοργ. 516Α· τῶν πρὸς δίαιταν ἐπιτηδείων Ξεν. Κύρ. 8. 1, 9· ὡσαύτως, ὁ περὶ τῆς παιδείας ἐπ. Πλάτ. Νόμ. 915Ε: - ἀπολ., φύλαξ καὶ ἐπ. Ξεν. Ἀπομν. 2. 7, 14· ἐπὶ ἐργοδότου ἢ ἐπιστάτου, ὦ ’πιμελητὰ φιλάργυρε Θεοκρ. 10. 54· ἐπὶ διοικητοῦ, κυβερνήτου, καταστήσας ἐν αὐτῷ Δράκοντα Πελληνέα ἐπιμελητὴν Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 11, πρβλ. Πολύβ. 4. 80, 15, Συλλ. Ἐπιγρ. 332. 335 κ. ἀλλ.· ἰδίως ἐπὶ τοῦ Ἀθηναίου ἐπιμελητοῦ τῆς Δήλου, αὐτόθι 2286-8 2293 κ. ἀλλ. II. ἐπὶ ἐπιμελητῶν οἷς ἀνετέθη ὑπὸ τῆς πόλεως ἡ ἐπιστασία πράγματός τινος, 1) ἐπὶ ἱερῶν κτημάτων ἢ πραγμάτων ἐν γένει, οὔτ’ ἐπιμελητὴς ᾑρημένος Λυσ. 7. 29, Συλλ. Ἐπιγρ. 108, 109· τῶν μυστηρίων Δημ. 570. 7· εἰς τὰ Διονύσια ὁ αὐτ. 519. 17. 2) ἐπὶ τῶν ἕνδεκα, ἐπ. τῶν κακούργων Ἀντιφῶν 131. 26. 3) ἐπὶ τῶν ἀρχηγῶν τῶν φυλῶν, Δημ. 512. 2. Συλλ. Ἐπιγρ. 104, 213· οἱ ἐν ταῖς συμμορίαις ἐπ. Δημ. 1145. 15. 4) τῶν νεωρίων ὁ αὐτ. 612. 21· ἐπ. τοῦ ἐμπορίου ὁ αὐτ. 1324. 28, Δείναρχ. 106. 20· ἐμπορίου δ’ ἐπιμελητὰς δέκα κληροῦσι Ἀριστ. Ἀθηναίων Πολ. σ. 73.14 (ἔκδ. Blass)· τοῦ λιμένος, λιμενάρχης, Συλλ. Ἐπιγρ. 124. 19· ἐπιθεωρητὴς σταθμῶν καὶ μέτρων, αὐτόθι 123· ἐπιτηρητὴς τῶν γυμνασίων, 353. 12· ὁ τοῦ πρυτανείου 575· κρηνῶν Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 8, 5, Ἀθην. Πολ. σ. 62. 3· πυλῶν τε καὶ τειχῶν φυλακῆς αὐτόθι 14· ὁδῶν Συλλ. Ἐπιγρ. 2638, κλ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 qui prend soin de, chargé du soin de, gén.;
2 abs. administrateur, directeur, gouverneur ; particul. à Athènes préposé à, commissaire, intendant (à la célébration des mystères, aux arsenaux, etc.).
Étymologie: ἐπιμελέομαι.