Ἑρμαφρόδιτος: Difference between revisions
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
(6_14) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Ἑρμαφρόδιτος''': ὁ, [[πρόσωπον]] μετέχον τῶν ἰδιοτήτων ἀμφοτέρων τῶν γενῶν, καλούμενον [[οὕτως]] ἐκ τοῦ Ἑρμαφροδίτου, υἱοῦ τοῦ Ἑρμοῦ καὶ τῆς Ἀφροδίτης, Διόδ. 4. 6, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 23, Χριστοδ. Ἔκφρ. 202, κτλ.· περὶ ἀγαλμάτων Ἑρμαφροδίτου ὅρα ἐν λ. [[Ἑρμαθήνη]]. | |lstext='''Ἑρμαφρόδιτος''': ὁ, [[πρόσωπον]] μετέχον τῶν ἰδιοτήτων ἀμφοτέρων τῶν γενῶν, καλούμενον [[οὕτως]] ἐκ τοῦ Ἑρμαφροδίτου, υἱοῦ τοῦ Ἑρμοῦ καὶ τῆς Ἀφροδίτης, Διόδ. 4. 6, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 23, Χριστοδ. Ἔκφρ. 202, κτλ.· περὶ ἀγαλμάτων Ἑρμαφροδίτου ὅρα ἐν λ. [[Ἑρμαθήνη]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />Hermaphroditos, <i>fils d’Hermès et d’Aphrodite</i> ; un hermaphrodite, <i>être ayant les attributs des deux sexes</i>.<br />'''Étymologie:''' [[Ἑρμῆς]], [[Ἀφροδίτη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:58, 9 August 2017
English (LSJ)
ὁ,
A Hermaphrodite, or person partaking of the attributes of both sexes, so called from Hermaphroditus, son of Hermes and Aphrodite, D.S.4.6, Luc.DDeor.23.1, Ptol.Tetr.124, Gal.4.619. 2 as Adj., ἑ. πάθος Leonid. ap. Paul.Aeg.6.69.
Greek (Liddell-Scott)
Ἑρμαφρόδιτος: ὁ, πρόσωπον μετέχον τῶν ἰδιοτήτων ἀμφοτέρων τῶν γενῶν, καλούμενον οὕτως ἐκ τοῦ Ἑρμαφροδίτου, υἱοῦ τοῦ Ἑρμοῦ καὶ τῆς Ἀφροδίτης, Διόδ. 4. 6, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 23, Χριστοδ. Ἔκφρ. 202, κτλ.· περὶ ἀγαλμάτων Ἑρμαφροδίτου ὅρα ἐν λ. Ἑρμαθήνη.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
Hermaphroditos, fils d’Hermès et d’Aphrodite ; un hermaphrodite, être ayant les attributs des deux sexes.
Étymologie: Ἑρμῆς, Ἀφροδίτη.