εὐχάριστος: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(6_15)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐχάριστος''': -ον, ([[χάρις]], [[χαρίζομαι]]) = [[εὔχαρις]], ὡς καὶ νῦν, [[πλήρης]] χάριτος, [[θελκτικός]], Ξεν. Οἰκ. 5. 10· ἐπὶ πραγμάτων, [[εὐάρεστος]], [[γλαφυρός]], λόγοι ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 2. 2, 1. - Ἐπίρ., τελευτᾶν τὸν βίον εὐχαρίστως Ἡρόδ. 1. 32. ΙΙ. [[εὐγνώμων]], Λατ. gratus, [[αὐτόθι]] 90, Ξεν. Κύρ. 8. 3, 49. - Ἐπίρρ., εὐχαρίστως διακεῖσθαι [[πρός]] τινα Διόδ. 1. 90. ΙΙΙ. [[ἀγαθοεργός]], εὐεργετικὴ [[διάθεσις]], τὸ τῆς ψυχῆς εὐχάριστον ὁ αὐτ. 18. 28.
|lstext='''εὐχάριστος''': -ον, ([[χάρις]], [[χαρίζομαι]]) = [[εὔχαρις]], ὡς καὶ νῦν, [[πλήρης]] χάριτος, [[θελκτικός]], Ξεν. Οἰκ. 5. 10· ἐπὶ πραγμάτων, [[εὐάρεστος]], [[γλαφυρός]], λόγοι ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 2. 2, 1. - Ἐπίρ., τελευτᾶν τὸν βίον εὐχαρίστως Ἡρόδ. 1. 32. ΙΙ. [[εὐγνώμων]], Λατ. gratus, [[αὐτόθι]] 90, Ξεν. Κύρ. 8. 3, 49. - Ἐπίρρ., εὐχαρίστως διακεῖσθαι [[πρός]] τινα Διόδ. 1. 90. ΙΙΙ. [[ἀγαθοεργός]], εὐεργετικὴ [[διάθεσις]], τὸ τῆς ψυχῆς εὐχάριστον ὁ αὐτ. 18. 28.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> agréable;<br /><b>2</b> reconnaissant;<br /><i>Cp.</i> εὐχαριστότερος, <i>Sp.</i> εὐχαριστότατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[χαρίζομαι]].
}}
}}

Revision as of 19:58, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐχᾰριστος Medium diacritics: εὐχάριστος Low diacritics: ευχάριστος Capitals: ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΣ
Transliteration A: eucháristos Transliteration B: eucharistos Transliteration C: efcharistos Beta Code: eu)xa/ristos

English (LSJ)

ον,

   A agreeable, τινι τέχνη X.Oec.5.10 (Comp.); λόγοι Id.Cyr.2.2.1 (Sup.); -ότατα καὶ πιθανώτατα εἴρηκε Plb.12.28.11; εὐχάριστα acceptable gifts, AJA30.249 (Cypr.). Adv. -τως, τελευτᾶν τὸν βίον to die happily, Hdt.1.32.    II grateful, thankful, X.Cyr.8.3.49 (Sup.), Inscr.Prien.103.8 (ii/i B.C.), Ep.Col.3.15, etc. Adv. -τως, διακεῖσθαι πρός τινα D.S.1.90; ἀποδιδόναι Ph.1.520; τῶν γεγονότων μνημονεύειν Plu.2.477f.    III beneficent, θεοί UPZ41.13 (ii B.C.); title of Ptolemy V, OGI90.5 (Rosetta); τὸ τῆς ψυχῆς εὐ. D.S.18.28; βεβαιωτὴς (-ότης codd.) εὐχάριστος, of God, Ph.1.128 codd. (ἰσχυρότατος cj. Cohn).

German (Pape)

[Seite 1108] 1) anmuthig, angenehm; λόγοι εὐχαριστότατοι Xen. Cyr. 2, 2, 1; Folgde; ὅπως ὡς εὐχαριστότατον ᾖ τὸ συμπόσιον τοῖς συνοῦσιν Plut. Aem. Paul. 28; – τελευτᾶν τὸν βίον εὐχαρίστως, das Leben auf erwünschte, glückliche Weise enden, Her. 1, 32. – 2) dankbar, πάντων τῶν ζῴων τὸν ἄνθρωπον εἶναι εὐχαριστότατον Xen. Cyr. 8, 3, 49; Plut. u. a. Sp.; εὐχαρίστως διακεῖσθαι πρός τινα D. Sic. 1, 90. – 3) wohlthätig, D. Sic. 18, 28; N. T; neben φιλόδωρος Poll. 5, 140.

Greek (Liddell-Scott)

εὐχάριστος: -ον, (χάρις, χαρίζομαι) = εὔχαρις, ὡς καὶ νῦν, πλήρης χάριτος, θελκτικός, Ξεν. Οἰκ. 5. 10· ἐπὶ πραγμάτων, εὐάρεστος, γλαφυρός, λόγοι ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 2. 2, 1. - Ἐπίρ., τελευτᾶν τὸν βίον εὐχαρίστως Ἡρόδ. 1. 32. ΙΙ. εὐγνώμων, Λατ. gratus, αὐτόθι 90, Ξεν. Κύρ. 8. 3, 49. - Ἐπίρρ., εὐχαρίστως διακεῖσθαι πρός τινα Διόδ. 1. 90. ΙΙΙ. ἀγαθοεργός, εὐεργετικὴ διάθεσις, τὸ τῆς ψυχῆς εὐχάριστον ὁ αὐτ. 18. 28.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 agréable;
2 reconnaissant;
Cp. εὐχαριστότερος, Sp. εὐχαριστότατος.
Étymologie: εὖ, χαρίζομαι.