ἔφυδρος: Difference between revisions

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
(6_12)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔφυδρος''': Ἰων. [[ἔπυδρος]], ον, ([[ὕδωρ]]) [[ὑγρός]], βροχερός, ἐπὶ τοῦ δυτικοῦ ἀνέμου, [[Ζέφυρος]] [[μέγας]] αἰὲν [[ἔφυδρος]] Ὀδ. Ξ. 458· πρβλ. τὸ τοῦ Οὐεργιλίου Orion aquosus. 2) ἔχων ἄφθονον [[ὕδωρ]], γῆ [[ἔπυδρος]] πίδαξι Ἡρόδ. 4. 198, πρβλ. Ἱππ. π. Ἀέρ. 280, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 10, 3, κ. ἀλλ. 3) [[ὑδρωπικός]], Ἱππ. (;) 4) ζῶν ἐπ’ τοῦ ὕδατος, [[νῆττα]] Φιλόστρ. 776.
|lstext='''ἔφυδρος''': Ἰων. [[ἔπυδρος]], ον, ([[ὕδωρ]]) [[ὑγρός]], βροχερός, ἐπὶ τοῦ δυτικοῦ ἀνέμου, [[Ζέφυρος]] [[μέγας]] αἰὲν [[ἔφυδρος]] Ὀδ. Ξ. 458· πρβλ. τὸ τοῦ Οὐεργιλίου Orion aquosus. 2) ἔχων ἄφθονον [[ὕδωρ]], γῆ [[ἔπυδρος]] πίδαξι Ἡρόδ. 4. 198, πρβλ. Ἱππ. π. Ἀέρ. 280, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 10, 3, κ. ἀλλ. 3) [[ὑδρωπικός]], Ἱππ. (;) 4) ζῶν ἐπ’ τοῦ ὕδατος, [[νῆττα]] Φιλόστρ. 776.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui apporte la pluie <i>ou</i> l’humidité (vent d’ouest);<br /><b>2</b> abondant en eau <i>ou</i> en sources.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ὕδωρ]].
}}
}}

Revision as of 19:58, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔφυδρος Medium diacritics: ἔφυδρος Low diacritics: έφυδρος Capitals: ΕΦΥΔΡΟΣ
Transliteration A: éphydros Transliteration B: ephydros Transliteration C: efydros Beta Code: e)/fudros

English (LSJ)

Ion. ἔπ-, ον, (ὕδωρ)

   A moist, rainy, of the west wind, Od.14.458; ἡμέρα Aristid.Or.48 (24).50.    2 abounding in water, [γῆ] ἔπυδρος πίδαξι Hdt.4.198, cf. Hp.Aër.1, Arist.Mete.347a31, Dsc.1.15.    3 living on the water, νῆτται Philostr.Im.1.9 (cf. ἐπίϋδρος).

German (Pape)

[Seite 1123] ion. ἔπυδρος, feucht, naß, ζέφυρος Od. 14, 458; γῆ ἔπυδρος πίδαξι Her. 4, 198; so bes. von Oertern auch τὰ ἔφυδρα allein, Theophr.; – wassersüchtig, Hippocr. – Sp. auch = an, bei dem Wasser, Philostr.

Greek (Liddell-Scott)

ἔφυδρος: Ἰων. ἔπυδρος, ον, (ὕδωρ) ὑγρός, βροχερός, ἐπὶ τοῦ δυτικοῦ ἀνέμου, Ζέφυρος μέγας αἰὲν ἔφυδρος Ὀδ. Ξ. 458· πρβλ. τὸ τοῦ Οὐεργιλίου Orion aquosus. 2) ἔχων ἄφθονον ὕδωρ, γῆ ἔπυδρος πίδαξι Ἡρόδ. 4. 198, πρβλ. Ἱππ. π. Ἀέρ. 280, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 10, 3, κ. ἀλλ. 3) ὑδρωπικός, Ἱππ. (;) 4) ζῶν ἐπ’ τοῦ ὕδατος, νῆττα Φιλόστρ. 776.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui apporte la pluie ou l’humidité (vent d’ouest);
2 abondant en eau ou en sources.
Étymologie: ἐπί, ὕδωρ.