ζῆλος: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
(6_19)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ζῆλος''': -ου, ὁ, παρὰ μεταγεν. -εος, τό, Ἐπιστ. Φιλ. 3. 9 (ἐν τοῖς ἀρίστοις τῶν χ/φων), κτλ. (Πιθ. ἐκ τοῦ ζέω). Πρόθυμος [[ἅμιλλα]], [[μετὰ]] ζήλου [[μίμησις]], εὐγενὴς [[πόθος]] πρὸς ὑπερτέρησιν ἢ πρὸς τοὺς ἄλλους ἐξίσωσιν, ἀντίθ. [[φθόνος]], Πλάτ. Μενεξ. 242A, Ἀριστ. Ρητ. 2. 11, 1˙ ἀλλ’ ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 193, = [[φθόνος]], [[ζηλοτυπία]]˙ συνδυάζονται τὰ δύο παρὰ τῷ Λυσ. 195. 13, Πλάτ. Φιλήβ. 47E, 50B, καὶ (ἐν τῷ πληθ.) Νόμ. 679C εἰς ζῆλον ἰέναι Πολ. 550E. 2) [[μετὰ]] γεν. προσώπου, [[προθυμία]] πρὸς μίμησίν τινος, Σοφ. Ο. Κ. 943˙ κατὰ ζῆλον Ἡρακλέους, ἁμιλλώμενος πρὸς τὸν Ἡρ., Πλούτ. Θησ. 25˙ ζ. [[πρός]] τινα Λουκ. Δημών. 57. 3) [[μετὰ]] γεν. πράγμ., ζῆλον... γάμων ἔχουσα, ἐγείρουσα ἅμιλλαν περὶ τοῦ γάμου, Εὐρ. Ἕκ. 352˙ ζ. τῶν ἀρίστων, εὐγενὴς [[πόθος]] τῶν..., ἀντίθ. φυγὴ τῶν χειρόνων Λουκ. πρὸς Ἀπαίδ. 17˙ ἀνδραγαθίας, εὐεξίας, πλούτου, κτλ., Πλούτ. Κορ. 4, κτλ.˙ οὕτω, ζ. [[πρός]] τι ὁ αὐτ. Περικλ. 2. 4) προσωποποιούμενος ὡς υἱὸς τῆς Στυγός, ἀδελφὸς δὲ τῆς Βίας, Κράτους, Νίκης, Ἡσ. Θ. 384. ΙΙ. Παθ., τὸ ἀντικείμενον τῆς ἁμίλλης ἢ τοῦ πόθου, [[εὐτυχία]], [[εὐδαιμονία]], [[δόξα]], Σοφ. Αἴ. 503˙ [[ζῆλος]] καὶ χαρὰ Δημ. 300. 23˙ τὸν αὐτὸν ἔχει ζῆλον ὁ [[στέφανος]] ὁ αὐτ. 267. 14˙ ζῆλον καὶ τιμὴν τῇ πόλει φέρει ὁ αὐτ. 641. 8, πρβλ. 317. 9, 1399. 21. ΙΙΙ. περὶ ὕφους λόγου, Ἡγεσίας ὁ [[ῥήτωρ]], ὃς ἦρξε [[μάλιστα]] τοῦ Ἀσιανοῦ λεγομένου ζήλου παραφθείρας τὸ καθεστηκὸς [[ἔθος]] τὸ Ἀττικὸν Στράβ. 648˙ τῷ καλουμένῳ Ἀσιανῷ ζήλῳ τῶν λόγων Πλούτ. Ἀντων. 2˙ - [[ὡσαύτως]], ὁρμητικότης, [[ἀγριότης]], ζ. πυρὸς Ἐπιστ. π. Ἑβρ. ι΄, 27.
|lstext='''ζῆλος''': -ου, ὁ, παρὰ μεταγεν. -εος, τό, Ἐπιστ. Φιλ. 3. 9 (ἐν τοῖς ἀρίστοις τῶν χ/φων), κτλ. (Πιθ. ἐκ τοῦ ζέω). Πρόθυμος [[ἅμιλλα]], [[μετὰ]] ζήλου [[μίμησις]], εὐγενὴς [[πόθος]] πρὸς ὑπερτέρησιν ἢ πρὸς τοὺς ἄλλους ἐξίσωσιν, ἀντίθ. [[φθόνος]], Πλάτ. Μενεξ. 242A, Ἀριστ. Ρητ. 2. 11, 1˙ ἀλλ’ ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 193, = [[φθόνος]], [[ζηλοτυπία]]˙ συνδυάζονται τὰ δύο παρὰ τῷ Λυσ. 195. 13, Πλάτ. Φιλήβ. 47E, 50B, καὶ (ἐν τῷ πληθ.) Νόμ. 679C εἰς ζῆλον ἰέναι Πολ. 550E. 2) [[μετὰ]] γεν. προσώπου, [[προθυμία]] πρὸς μίμησίν τινος, Σοφ. Ο. Κ. 943˙ κατὰ ζῆλον Ἡρακλέους, ἁμιλλώμενος πρὸς τὸν Ἡρ., Πλούτ. Θησ. 25˙ ζ. [[πρός]] τινα Λουκ. Δημών. 57. 3) [[μετὰ]] γεν. πράγμ., ζῆλον... γάμων ἔχουσα, ἐγείρουσα ἅμιλλαν περὶ τοῦ γάμου, Εὐρ. Ἕκ. 352˙ ζ. τῶν ἀρίστων, εὐγενὴς [[πόθος]] τῶν..., ἀντίθ. φυγὴ τῶν χειρόνων Λουκ. πρὸς Ἀπαίδ. 17˙ ἀνδραγαθίας, εὐεξίας, πλούτου, κτλ., Πλούτ. Κορ. 4, κτλ.˙ οὕτω, ζ. [[πρός]] τι ὁ αὐτ. Περικλ. 2. 4) προσωποποιούμενος ὡς υἱὸς τῆς Στυγός, ἀδελφὸς δὲ τῆς Βίας, Κράτους, Νίκης, Ἡσ. Θ. 384. ΙΙ. Παθ., τὸ ἀντικείμενον τῆς ἁμίλλης ἢ τοῦ πόθου, [[εὐτυχία]], [[εὐδαιμονία]], [[δόξα]], Σοφ. Αἴ. 503˙ [[ζῆλος]] καὶ χαρὰ Δημ. 300. 23˙ τὸν αὐτὸν ἔχει ζῆλον ὁ [[στέφανος]] ὁ αὐτ. 267. 14˙ ζῆλον καὶ τιμὴν τῇ πόλει φέρει ὁ αὐτ. 641. 8, πρβλ. 317. 9, 1399. 21. ΙΙΙ. περὶ ὕφους λόγου, Ἡγεσίας ὁ [[ῥήτωρ]], ὃς ἦρξε [[μάλιστα]] τοῦ Ἀσιανοῦ λεγομένου ζήλου παραφθείρας τὸ καθεστηκὸς [[ἔθος]] τὸ Ἀττικὸν Στράβ. 648˙ τῷ καλουμένῳ Ἀσιανῷ ζήλῳ τῶν λόγων Πλούτ. Ἀντων. 2˙ - [[ὡσαύτως]], ὁρμητικότης, [[ἀγριότης]], ζ. πυρὸς Ἐπιστ. π. Ἑβρ. ι΄, 27.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>I.</b> <i>propr.</i> ébullition :<br /><b>1</b> ardeur, zèle : τινος <i>ou</i> [[πρός]] τινα pour qqn ; τινος, [[πρός]] [[τι]] pour qch;<br /><b>2</b> émulation, rivalité;<br /><b>3</b> <i>en mauv. part</i> haine, jalousie;<br /><b>II.</b> objet d’émulation, sujet de gloire;<br /><b>III.</b> exubérance de style.<br />'''Étymologie:''' [[ζέω]].
}}
}}

Revision as of 19:58, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζῆλος Medium diacritics: ζῆλος Low diacritics: ζήλος Capitals: ΖΗΛΟΣ
Transliteration A: zē̂los Transliteration B: zēlos Transliteration C: zilos Beta Code: zh=los

English (LSJ)

ου, ὁ, later εος, τό, Ep.Phil.3.6 codd. opt.; Dor. ζᾶλος IG12 (5).891, etc.:—

   A jealousy (= φθόνος), Hes.Op.195, S.OT1526: coupled with φθόνος by Democr.191, Lys.2.48, Pl.Phlb.47e, 50c, Lg. 679c(pl.); εἰς ζῆλον ἰέναι Id.R.550e: more usu. in good sense, eager rivalry, emulation, Id.Mx.242a, Arist.Rh.1388a30.    2 c. gen. pers., zeal for one, ξυναίμων S.OC943; κατὰ ζῆλον Ἡρακλέους in emulation of him, Plu.Thes.25; ζ. πρός τινα Luc.Dem.Enc.57: abs., passion, PGrenf.1.1.13 (ii B.C.).    3 c. gen. rei, ζῆλον . . γάμων ἔχουσα causing rivalry for my hand, E.Hec.352; ζ. ἀζήλων καὶ φόβον ἀφόβων Phld.Oec.p.66J.; ζ. τῶν ἀρίστων emulous desire for... opp. φυγὴ τῶν χειρόνων, Luc.Ind.17; ἀνδραγαθίας Plu.Cor.4; so ζ. πρός τι Phld.Rh.2.53S., Plu.Per.2; ζ. περὶ τὰ στρατιωτικά Str.14.2.27: pl., ambitions, Phld.Rh.2.54S.    4 fervour, zeal, LXX 4 Ki.19.31, al., 1 Ep.Cor.14.1,al.; indignation, ζ. πυρός Ep.Hebr.10.27.    5 personified as son of Styx, brother of Βία, Κράτος, Νίκη, Hes.Th. 384.    II pride, honour, glory, S.Aj.503; ζ. καὶ χαρά D.18.217; τὸν αὐτὸν ἔχει ζῆλον ὁ στέφανος, ib.120; ζῆλον καὶ τιμὴν φέρει τῇ πόλει Id.23.64, cf. 18.273, 60.33.    III spirit, τῆς πολιτείας Plb.4.27.8: pl., tastes, interests, τοῖς ἀπὸ διαφόρων ἐπιτηδευμάτων, βίων, ζήλων, ἡλικιῶν, Longin.7.4.    2 esp. in Lit. Crit., style, τοῦ Ἀσιανοῦ λεγομένου ζήλου Str.14.1.41, cf. Plu.Ant.2.

German (Pape)

[Seite 1138] ὁ (ζέΕω), eigtl. heftige, leidenschaftliche Bewegung (bei Hes. Th. 384 ist Ζῆλος Bruder von Νίκη, Κράτος u. Βία), bes. mit Rücksicht auf ein anderes Ausgezeichnetes, – 1) Bewunderung u. Eifer für Etwas, οὐδείς ποτ' αὐτοὺς τῶν ἐμῶν ἂν ἐμπέσοι ζῆλος ξυναίμων Soph. O. C. 946; ζῆλος τῶν ἀρίστων neben φυγὴ τῶν χειρόνων, Nacheiferung, Luc. adv. Indoct. 17; so πρός τι, Plut. Pericl. 2; ζῆλον καὶ φιλοτιμίαν ἐμποιεῖν τινι Lyc. 15; καὶ μίμησις Hdn. 2, 4, 3; καὶ ἀγὼν πρός τινα Plut. Artax. 4; ζῆλοι νεωτερικοί, Jugendstudien, Pol. 10, 24, 7. – Der Gegenstand der Bewunderung, Glück, Soph. Ai. 498; vgl. Dem. 18, 273, wo ζῆλος καὶ τιμαί verbunden sind, u. ibd. 120 τὸν αὐτὸν ἔχει ζῆλον ὁ στέφανος ὅπου ἂν ἀναῤῥηθῇ. – 2) mit dem Gefühle des Untergeordnetseins verbunden, Neid, Hes. O. 194; mit φθόνος verbunden, Plat. Phil. 47 e Legg. 679 c; aber Menex. 242 a wird ζῆλος als das Vorangehende, φθόνος als das daraus Folgende dargestellt, u. Ammon. giebt für ζῆλος als charakteristisch die δι' ἐπιθυμία, μίμησις γιγνομένη δοκοῦντός τινος καλοῦ an, vgl. Arist. rhet. 2, 11. - 3) Eifersucht, Eur. Hec. 352; vgl. B. A. 97; ζήλοις τινα βάλλειν Mel. 41 (XII, 70).

Greek (Liddell-Scott)

ζῆλος: -ου, ὁ, παρὰ μεταγεν. -εος, τό, Ἐπιστ. Φιλ. 3. 9 (ἐν τοῖς ἀρίστοις τῶν χ/φων), κτλ. (Πιθ. ἐκ τοῦ ζέω). Πρόθυμος ἅμιλλα, μετὰ ζήλου μίμησις, εὐγενὴς πόθος πρὸς ὑπερτέρησιν ἢ πρὸς τοὺς ἄλλους ἐξίσωσιν, ἀντίθ. φθόνος, Πλάτ. Μενεξ. 242A, Ἀριστ. Ρητ. 2. 11, 1˙ ἀλλ’ ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 193, = φθόνος, ζηλοτυπία˙ συνδυάζονται τὰ δύο παρὰ τῷ Λυσ. 195. 13, Πλάτ. Φιλήβ. 47E, 50B, καὶ (ἐν τῷ πληθ.) Νόμ. 679C εἰς ζῆλον ἰέναι Πολ. 550E. 2) μετὰ γεν. προσώπου, προθυμία πρὸς μίμησίν τινος, Σοφ. Ο. Κ. 943˙ κατὰ ζῆλον Ἡρακλέους, ἁμιλλώμενος πρὸς τὸν Ἡρ., Πλούτ. Θησ. 25˙ ζ. πρός τινα Λουκ. Δημών. 57. 3) μετὰ γεν. πράγμ., ζῆλον... γάμων ἔχουσα, ἐγείρουσα ἅμιλλαν περὶ τοῦ γάμου, Εὐρ. Ἕκ. 352˙ ζ. τῶν ἀρίστων, εὐγενὴς πόθος τῶν..., ἀντίθ. φυγὴ τῶν χειρόνων Λουκ. πρὸς Ἀπαίδ. 17˙ ἀνδραγαθίας, εὐεξίας, πλούτου, κτλ., Πλούτ. Κορ. 4, κτλ.˙ οὕτω, ζ. πρός τι ὁ αὐτ. Περικλ. 2. 4) προσωποποιούμενος ὡς υἱὸς τῆς Στυγός, ἀδελφὸς δὲ τῆς Βίας, Κράτους, Νίκης, Ἡσ. Θ. 384. ΙΙ. Παθ., τὸ ἀντικείμενον τῆς ἁμίλλης ἢ τοῦ πόθου, εὐτυχία, εὐδαιμονία, δόξα, Σοφ. Αἴ. 503˙ ζῆλος καὶ χαρὰ Δημ. 300. 23˙ τὸν αὐτὸν ἔχει ζῆλον ὁ στέφανος ὁ αὐτ. 267. 14˙ ζῆλον καὶ τιμὴν τῇ πόλει φέρει ὁ αὐτ. 641. 8, πρβλ. 317. 9, 1399. 21. ΙΙΙ. περὶ ὕφους λόγου, Ἡγεσίας ὁ ῥήτωρ, ὃς ἦρξε μάλιστα τοῦ Ἀσιανοῦ λεγομένου ζήλου παραφθείρας τὸ καθεστηκὸς ἔθος τὸ Ἀττικὸν Στράβ. 648˙ τῷ καλουμένῳ Ἀσιανῷ ζήλῳ τῶν λόγων Πλούτ. Ἀντων. 2˙ - ὡσαύτως, ὁρμητικότης, ἀγριότης, ζ. πυρὸς Ἐπιστ. π. Ἑβρ. ι΄, 27.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
I. propr. ébullition :
1 ardeur, zèle : τινος ou πρός τινα pour qqn ; τινος, πρός τι pour qch;
2 émulation, rivalité;
3 en mauv. part haine, jalousie;
II. objet d’émulation, sujet de gloire;
III. exubérance de style.
Étymologie: ζέω.