θειόω: Difference between revisions
οὐ παντός πλεῖν ἐς Κόρινθον → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth
(6_6) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θειόω''': Ἐπ. θεειόω, ([[θεῖον]]) [[καπνίζω]] μὲ [[θεῖον]], [[καπνίζω]] καὶ [[καθαρίζω]] ἢ ἐξαγνίζω διὰ θείου, [[ὄφρα]] θεειώσω [[μέγαρον]] Ὀδ. Χ. 482˙ θειώσας τὰς ἀλλοτρίας ἐπινοίας, μεταφ. ἐκ τοῦ γναφέως, [[ὅστις]] μετεχειρίζετο [[θεῖον]] πρὸς καθαρισμὸν τῶν ἐνδυμάτων, Λύσιππ. Βακχ. 5˙ πρβλ. [[θεόω]] ΙΙ. - Μέσ., [[δῶμα]] θεειοῦται, καπνίζει τὴν οἰκίαν του διὰ θείου, Ὀδ. Ψ. 50˙ [[καθόλου]], ἐξαγνίζω, [[ἁγιάζω]], θείου... θεσμὸν αἰθέρος μυχῶν Εὐρ. Ἑλ. 866, ἴδε Ἕρμανν. ἐν τόπῳ (882). | |lstext='''θειόω''': Ἐπ. θεειόω, ([[θεῖον]]) [[καπνίζω]] μὲ [[θεῖον]], [[καπνίζω]] καὶ [[καθαρίζω]] ἢ ἐξαγνίζω διὰ θείου, [[ὄφρα]] θεειώσω [[μέγαρον]] Ὀδ. Χ. 482˙ θειώσας τὰς ἀλλοτρίας ἐπινοίας, μεταφ. ἐκ τοῦ γναφέως, [[ὅστις]] μετεχειρίζετο [[θεῖον]] πρὸς καθαρισμὸν τῶν ἐνδυμάτων, Λύσιππ. Βακχ. 5˙ πρβλ. [[θεόω]] ΙΙ. - Μέσ., [[δῶμα]] θεειοῦται, καπνίζει τὴν οἰκίαν του διὰ θείου, Ὀδ. Ψ. 50˙ [[καθόλου]], ἐξαγνίζω, [[ἁγιάζω]], θείου... θεσμὸν αἰθέρος μυχῶν Εὐρ. Ἑλ. 866, ἴδε Ἕρμανν. ἐν τόπῳ (882). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<span class="bld">1</span>-ῶ :<br />consacrer aux dieux, acc..<br />'''Étymologie:''' [[θεῖος]]¹.<br /><span class="bld">2</span><i>épq.</i> [[θεειόω]];<br />-ῶ :<br />purifier par le soufre;<br /><i><b>Moy.</b></i> θειόομαι-οῦμαι purifier (pour son usage, qch appartenant à soi) par le soufre.<br />'''Étymologie:''' [[θεῖον]]². | |||
}} | }} |
Revision as of 19:59, 9 August 2017
English (LSJ)
Ep. θεειόω, (θεῖον A)
A fumigate with brimstone, ὄφρα θεειώσω μέγαρον Od.22.482; θειώσας τὰς ἀλλοτρίας ἐπινοίας, metaph., from the clothes-cleaner, who used sulphur, Lysipp.4:—Med., δω-μα θεειοῦται he fumigates his house, Od.23.50. 2 purify, hallow, θείου . . θεσμὸν αἰθέρος μυχῶν dub. in E.Hel.866. 3 smear with sulphur, Gal.1.658 (Pass.); ἔριον τεθειωμένον sulphurated, Orib.Fr. 35, Paul.Aeg.3.33. II in Alchemy, sulphurate, Ps.-Democr. ap. Zos.Alch.p.153B. III (θεῖος A) hallow, consecrate, Pl.Lg.771b, Ph.1.374.
German (Pape)
[Seite 1192] (θεῖος), göttlich machen, einem Gotte weihen, Plat. Legg. VI, 771 b u. Sp. ep. θεειόω (θεῖον), schwefeln, mit Schwefel durchräuchern u. reinigen, ὄφρα θεειώσω μέγαρον Od. 22, 482; im med., αὐτὰρ ὁ δῶμα θεειοῦται, er reinigt sich das Haus, 23, 50; als v. l. Eur. Hel. 866. – Nach B. A. 99 auch θεόω, aus Araros belegt.
Greek (Liddell-Scott)
θειόω: Ἐπ. θεειόω, (θεῖον) καπνίζω μὲ θεῖον, καπνίζω καὶ καθαρίζω ἢ ἐξαγνίζω διὰ θείου, ὄφρα θεειώσω μέγαρον Ὀδ. Χ. 482˙ θειώσας τὰς ἀλλοτρίας ἐπινοίας, μεταφ. ἐκ τοῦ γναφέως, ὅστις μετεχειρίζετο θεῖον πρὸς καθαρισμὸν τῶν ἐνδυμάτων, Λύσιππ. Βακχ. 5˙ πρβλ. θεόω ΙΙ. - Μέσ., δῶμα θεειοῦται, καπνίζει τὴν οἰκίαν του διὰ θείου, Ὀδ. Ψ. 50˙ καθόλου, ἐξαγνίζω, ἁγιάζω, θείου... θεσμὸν αἰθέρος μυχῶν Εὐρ. Ἑλ. 866, ἴδε Ἕρμανν. ἐν τόπῳ (882).
French (Bailly abrégé)
1-ῶ :
consacrer aux dieux, acc..
Étymologie: θεῖος¹.
2épq. θεειόω;
-ῶ :
purifier par le soufre;
Moy. θειόομαι-οῦμαι purifier (pour son usage, qch appartenant à soi) par le soufre.
Étymologie: θεῖον².