θρασυκάρδιος: Difference between revisions
From LSJ
ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye
(6_19) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θρᾰσυκάρδιος''': ον. γενναιόκαρδος, «[[εὔτολμος]]» (Σχόλ), Ἰλ. Κ. 41, Ν 343∙ ἐκ διορθώσεως ἐν Ἀνακρ. 1. 4 (ἐκ τῶν Ρητ. (Walz) τ. β. σ. 129) ἀντὶ θρεοκάρδιος. | |lstext='''θρᾰσυκάρδιος''': ον. γενναιόκαρδος, «[[εὔτολμος]]» (Σχόλ), Ἰλ. Κ. 41, Ν 343∙ ἐκ διορθώσεως ἐν Ἀνακρ. 1. 4 (ἐκ τῶν Ρητ. (Walz) τ. β. σ. 129) ἀντὶ θρεοκάρδιος. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />au cœur intrépide.<br />'''Étymologie:''' [[θρασύς]], [[καρδία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:59, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A bold of heart, Il.10.41, 13.343, Hes.Sc.448, Anacr.1.5, B.19.5.
German (Pape)
[Seite 1216] kühnherzig, muthig; Il. 10, 41. 13, 343; Hes. Sc. 448.
Greek (Liddell-Scott)
θρᾰσυκάρδιος: ον. γενναιόκαρδος, «εὔτολμος» (Σχόλ), Ἰλ. Κ. 41, Ν 343∙ ἐκ διορθώσεως ἐν Ἀνακρ. 1. 4 (ἐκ τῶν Ρητ. (Walz) τ. β. σ. 129) ἀντὶ θρεοκάρδιος.