θυήεις: Difference between revisions
From LSJ
(6_8) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θυήεις''': εσσα, εν, ([[θύος]]) εὐωδιάζων ἐκ καπνοῦ θυμιάματος, [[εὐώδης]], Ὁμηρικόν ἐπίθετον τοῦ [[βωμός]] Ἰλ. Θ. 48, Ψ. 148. Ὀδ. Θ. 363∙ [[οὕτως]], Ἡσ. Θ. 557∙ ἀλλ’ ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 237, περὶ τῶν σπαργάνων τοῦ Ἑρμοῦ. | |lstext='''θυήεις''': εσσα, εν, ([[θύος]]) εὐωδιάζων ἐκ καπνοῦ θυμιάματος, [[εὐώδης]], Ὁμηρικόν ἐπίθετον τοῦ [[βωμός]] Ἰλ. Θ. 48, Ψ. 148. Ὀδ. Θ. 363∙ [[οὕτως]], Ἡσ. Θ. 557∙ ἀλλ’ ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 237, περὶ τῶν σπαργάνων τοῦ Ἑρμοῦ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ήεσσα, ῆεν;<br />qui exhale le parfum de l’encens.<br />'''Étymologie:''' [[θύος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:59, 9 August 2017
English (LSJ)
εσσα, εν, (θύος)
A smoking with incense, fragrant, Ep. epith. of βωμός, Il.8.48, Od.8.363, Hes.Th.557; σπάργανα h.Merc.237.
German (Pape)
[Seite 1221] εσσα, εν, von Opfern, Weihrauch duftend, βωμός, Il. 9, 48. 23, 148 Od. 8, 363; Hes. Th. 557; von Hermes Windeln, H. h. Merc. 237.
Greek (Liddell-Scott)
θυήεις: εσσα, εν, (θύος) εὐωδιάζων ἐκ καπνοῦ θυμιάματος, εὐώδης, Ὁμηρικόν ἐπίθετον τοῦ βωμός Ἰλ. Θ. 48, Ψ. 148. Ὀδ. Θ. 363∙ οὕτως, Ἡσ. Θ. 557∙ ἀλλ’ ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 237, περὶ τῶν σπαργάνων τοῦ Ἑρμοῦ.
French (Bailly abrégé)
ήεσσα, ῆεν;
qui exhale le parfum de l’encens.
Étymologie: θύος.