θυμελικός: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
(6_10)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θῠμελικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν θυμέλην, [[σκηνικός]], [[θεατρικός]], Πλούτ. Φαβ. 4, Σύλλ. 36· θ. [[ἔρις]] Κωμ. Ἀνών. 184· ὁ θυμ. (δηλ. ἀγὼν) Συλλ. Ἐπιγρ. 1625. 56, πρβλ. 2820 Α. 15., 3493. 11· - οἱ θυμελικοί, ὁ χορὸς ἢ οἱ μουσικοί, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ οἱ σκηνικοί, οἱ τακτικοὶ ὑποκριταί, Πλούτ. Κάτωνι Νεωτ. 46˙ ἡ θυμ. [[σύνοδος]], ὁ [[ὅμιλος]] τῶν θυμελικῶν, Συλλ. Ἐπιγρ. 349, 3476b, 4315n (προσθ.)˙ -τὸ -κόν, θεατρικόν, χυδαῖον [[ὕφος]], [[τρόπος]], Πλούτ. 2. 853 Α.
|lstext='''θῠμελικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν θυμέλην, [[σκηνικός]], [[θεατρικός]], Πλούτ. Φαβ. 4, Σύλλ. 36· θ. [[ἔρις]] Κωμ. Ἀνών. 184· ὁ θυμ. (δηλ. ἀγὼν) Συλλ. Ἐπιγρ. 1625. 56, πρβλ. 2820 Α. 15., 3493. 11· - οἱ θυμελικοί, ὁ χορὸς ἢ οἱ μουσικοί, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ οἱ σκηνικοί, οἱ τακτικοὶ ὑποκριταί, Πλούτ. Κάτωνι Νεωτ. 46˙ ἡ θυμ. [[σύνοδος]], ὁ [[ὅμιλος]] τῶν θυμελικῶν, Συλλ. Ἐπιγρ. 349, 3476b, 4315n (προσθ.)˙ -τὸ -κόν, θεατρικόν, χυδαῖον [[ὕφος]], [[τρόπος]], Πλούτ. 2. 853 Α.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> du théâtre, de la scène, scénique ; <i>fig.</i> τὸ θυμελικόν PLUT style de théâtre, <i>càd</i> vulgaire;<br /><b>2</b> <i>particul.</i> du chœur ; [[οἱ]] θυμελικοί PLUT le chœur <i>ou</i> les musiciens.<br />'''Étymologie:''' [[θυμέλη]].
}}
}}

Revision as of 19:59, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠμελικός Medium diacritics: θυμελικός Low diacritics: θυμελικός Capitals: ΘΥΜΕΛΙΚΟΣ
Transliteration A: thymelikós Transliteration B: thymelikos Transliteration C: thymelikos Beta Code: qumeliko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or belonging to the thymele, theatrical, θέαι, ἄνθρωποι, Plu.Fab.4, Sull.36; θ. ἔρις Com.Adesp.57; τὸ θ. theatrical, vulgar style, Plu.2.853b; of performances of music, dancing, etc., in the orchestra (cf. foreg. 11.b); θ. ἀγών SIG457.1 (Thespiae, iii B.C.), cf. D.S.4.5, CIG 3493.11 (Thyatira), etc.; θ. ἀκροάματα Corn.ND30; οἱ θ. the musicians, opp. οἱ σκηνικοί, the actors, Plu.Cat.Mi.46; opp. ὑποκριταί, Ptol. Tetr.180 (but later of actors, Jul.Ep.89b, Cod.Just.1.4.14); ἡ θ. σύνοδος the company of θ., IG22.1350, OGI713, etc.

German (Pape)

[Seite 1223] der Thymele, dem Theater eigen, scenisch; ἀγῶνες Ath. XV, 699 a; D. Sic. 4, 5; Plut. Fab. 4; ἄνθρωποι Sull. 25; οἱ θυμελικοί, die Chortänzer, Ggstz σκηνικοί, die eigtl. Schauspieler, Inscr.

Greek (Liddell-Scott)

θῠμελικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν θυμέλην, σκηνικός, θεατρικός, Πλούτ. Φαβ. 4, Σύλλ. 36· θ. ἔρις Κωμ. Ἀνών. 184· ὁ θυμ. (δηλ. ἀγὼν) Συλλ. Ἐπιγρ. 1625. 56, πρβλ. 2820 Α. 15., 3493. 11· - οἱ θυμελικοί, ὁ χορὸς ἢ οἱ μουσικοί, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ οἱ σκηνικοί, οἱ τακτικοὶ ὑποκριταί, Πλούτ. Κάτωνι Νεωτ. 46˙ ἡ θυμ. σύνοδος, ὁ ὅμιλος τῶν θυμελικῶν, Συλλ. Ἐπιγρ. 349, 3476b, 4315n (προσθ.)˙ -τὸ -κόν, θεατρικόν, χυδαῖον ὕφος, τρόπος, Πλούτ. 2. 853 Α.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 du théâtre, de la scène, scénique ; fig. τὸ θυμελικόν PLUT style de théâtre, càd vulgaire;
2 particul. du chœur ; οἱ θυμελικοί PLUT le chœur ou les musiciens.
Étymologie: θυμέλη.