ἱκέσιος: Difference between revisions
δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
(6_4) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἱκέσιος''': -α, -ον, ἢ ος, ον, (ἴδε κατωτ.) : ἐπίθετ. τοῦ Διὸς ὡς προστάτου τῶν ἱκετῶν, Αἰσχύλ. Ἱκ. 616. Σοφ. Φιλ. 484, Εὐρ. Ἑκ. 345· πρὸς Ἱκεσίου Λουκ. Ἁλ. 3· [[ὡσαύτως]], [[ἱκεσία]] Θέμις Διὸς Αἰσχύλ. Ἱκ. 360· πρλλ. [[ἱκετήσιος]], [[ἵκτιος]]. 2) ἀποτελούμενος ἐξ ἱκετίδων, παρθένων ἱκ. [[λόχος]] Αἰσχύλ. Θήβ. 111. 3) [[ἱκετευτικός]], ἱκεσίους πέμπων λιτὰς Σοφ. Φιλ. 495· ἱκεσίαν... προστροπὰν Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 108· ἱκεσίοις σὺν κλάδοις ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 102· ἱκεσίᾳ χερὶ [[αὐτόθι]] 108· ἀνάγκας ἱκεσίους λύειν [[αὐτόθι]] 39: ― ἐπὶ προσώπων, ἱκέσιός σε [[λίσσομαι]] Σοφ. Ἀντιγ. 1290· [[ἱκεσία]] τε [[γίγνομαι]] Εὐρ. Μήδ. 710. ῐκ-, πλὴν [[χάριν]] τοῦ μέτρου ἐν Ἀπολλ. Ροδ. Β. 215. | |lstext='''ἱκέσιος''': -α, -ον, ἢ ος, ον, (ἴδε κατωτ.) : ἐπίθετ. τοῦ Διὸς ὡς προστάτου τῶν ἱκετῶν, Αἰσχύλ. Ἱκ. 616. Σοφ. Φιλ. 484, Εὐρ. Ἑκ. 345· πρὸς Ἱκεσίου Λουκ. Ἁλ. 3· [[ὡσαύτως]], [[ἱκεσία]] Θέμις Διὸς Αἰσχύλ. Ἱκ. 360· πρλλ. [[ἱκετήσιος]], [[ἵκτιος]]. 2) ἀποτελούμενος ἐξ ἱκετίδων, παρθένων ἱκ. [[λόχος]] Αἰσχύλ. Θήβ. 111. 3) [[ἱκετευτικός]], ἱκεσίους πέμπων λιτὰς Σοφ. Φιλ. 495· ἱκεσίαν... προστροπὰν Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 108· ἱκεσίοις σὺν κλάδοις ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 102· ἱκεσίᾳ χερὶ [[αὐτόθι]] 108· ἀνάγκας ἱκεσίους λύειν [[αὐτόθι]] 39: ― ἐπὶ προσώπων, ἱκέσιός σε [[λίσσομαι]] Σοφ. Ἀντιγ. 1290· [[ἱκεσία]] τε [[γίγνομαι]] Εὐρ. Μήδ. 710. ῐκ-, πλὴν [[χάριν]] τοῦ μέτρου ἐν Ἀπολλ. Ροδ. Β. 215. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br /><b>1</b> de suppliant : ἱκέσιαι λιταί SOPH prières de suppliants;<br /><b>2</b> protecteur des suppliants;<br /><b>3</b> suppliant.<br />'''Étymologie:''' [[ἱκέτης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 9 August 2017
English (LSJ)
α, ον, or ος, ον (v. infr.),
A of or for suppliants, epith. of Zeus, their protector, A.Supp. 616, S.Ph.484, E.Hec.345, SIG929 (Cos); also Ἱκέσιος alone, IG12 (3).402 (Thera); πρὸς Ἱκεσίου Luc.Pisc.3; ἱκεσία Θέμις Διός A.Supp. 360 (lyr.). 2 of or consisting of suppliants, παρθένων ἱ. λόχος Id.Th.111 (lyr.). 3 suppliant, ἱκεσίους πέμπων λιτάς S.Ph.495; ἱκεσίαν . . προστροπάν E.Heracl.108 (lyr.); ἱκεσίοις σὺν κλάδοις Id.Supp. 102; ἱκεσίᾳ χερί ib.108; ἀνάγκας ἱκεσίους λῦσαι ib.39; of persons, ἱκέσιός σε λίσσομαι S.Ant.1230; ἱκεσία τε γίγνομαι E.Med.710: ἱκέσιος, ὁ, as Subst., suppliant, Berl.Sitzb.1927.167 (Cyrene). II ἡ Ἱκέσιος (sc. ἔμπλαστρος), name of a plaster, Paul.Aeg.3.62, 7.17; ἡ Ἱκεσίου Id.3.64. [ῐκ-, exc. metri gr. in A.R.2.215.]
Greek (Liddell-Scott)
ἱκέσιος: -α, -ον, ἢ ος, ον, (ἴδε κατωτ.) : ἐπίθετ. τοῦ Διὸς ὡς προστάτου τῶν ἱκετῶν, Αἰσχύλ. Ἱκ. 616. Σοφ. Φιλ. 484, Εὐρ. Ἑκ. 345· πρὸς Ἱκεσίου Λουκ. Ἁλ. 3· ὡσαύτως, ἱκεσία Θέμις Διὸς Αἰσχύλ. Ἱκ. 360· πρλλ. ἱκετήσιος, ἵκτιος. 2) ἀποτελούμενος ἐξ ἱκετίδων, παρθένων ἱκ. λόχος Αἰσχύλ. Θήβ. 111. 3) ἱκετευτικός, ἱκεσίους πέμπων λιτὰς Σοφ. Φιλ. 495· ἱκεσίαν... προστροπὰν Εὐρ. Ἡρακλ. 108· ἱκεσίοις σὺν κλάδοις ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 102· ἱκεσίᾳ χερὶ αὐτόθι 108· ἀνάγκας ἱκεσίους λύειν αὐτόθι 39: ― ἐπὶ προσώπων, ἱκέσιός σε λίσσομαι Σοφ. Ἀντιγ. 1290· ἱκεσία τε γίγνομαι Εὐρ. Μήδ. 710. ῐκ-, πλὴν χάριν τοῦ μέτρου ἐν Ἀπολλ. Ροδ. Β. 215.
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
1 de suppliant : ἱκέσιαι λιταί SOPH prières de suppliants;
2 protecteur des suppliants;
3 suppliant.
Étymologie: ἱκέτης.