κατακρέμαμαι: Difference between revisions
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
(6_14) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατακρέμᾰμαι''': Μέσ., κρέμαμαι πρὸς τὰ [[κάτω]], αἰωροῦμαι, Ἡρόδ. 4. 72. φύσκαι προσπεπασσαλευμέναι κ. Κρατῖν. ἐν «Πλούτ.» 1· ἔκ τινος πράγματος, κώδωνες κατ. τῆς ἐσθῆτος Πλούτ. 2. 672Α· ὅρμοι, ὧν κατεκρέμαντο λίθοι [[Πολυδ]]. Ε΄, 98. | |lstext='''κατακρέμᾰμαι''': Μέσ., κρέμαμαι πρὸς τὰ [[κάτω]], αἰωροῦμαι, Ἡρόδ. 4. 72. φύσκαι προσπεπασσαλευμέναι κ. Κρατῖν. ἐν «Πλούτ.» 1· ἔκ τινος πράγματος, κώδωνες κατ. τῆς ἐσθῆτος Πλούτ. 2. 672Α· ὅρμοι, ὧν κατεκρέμαντο λίθοι [[Πολυδ]]. Ε΄, 98. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. prés.</i><br />être suspendu à, gén..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[κρέμαμαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 9 August 2017
English (LSJ)
Pass.,
A hang down, be suspended, Hdt.4.72, Cratin. 164; τινος from a thing, Plu.2.672a.
German (Pape)
[Seite 1356] (s. κρέμαμαι), herabhangen; Cratin. bei Ath. IV, 183 e; Sp., κώδωνες πολλοὶ κατακρέμανται τῆς ἐσθῆτος Plut. Symp. 4, 6, 2.
Greek (Liddell-Scott)
κατακρέμᾰμαι: Μέσ., κρέμαμαι πρὸς τὰ κάτω, αἰωροῦμαι, Ἡρόδ. 4. 72. φύσκαι προσπεπασσαλευμέναι κ. Κρατῖν. ἐν «Πλούτ.» 1· ἔκ τινος πράγματος, κώδωνες κατ. τῆς ἐσθῆτος Πλούτ. 2. 672Α· ὅρμοι, ὧν κατεκρέμαντο λίθοι Πολυδ. Ε΄, 98.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
être suspendu à, gén..
Étymologie: κατά, κρέμαμαι.