κατασιωπάω: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_13b)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατασῐωπάω''': μέλλ. -ήσομαι, παρὰ μεταγεν.-ήσω· σιωπῶ [[περί]] τινος πράγματος, πρὸς τὰ δίκαια τῶν ἐγκλημάτων οὐ κατασιωπᾶν Δημ. 1035. 7· ἀπολ., Ἰσοκρ. 167Α,κτλ. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ., τηρῶ σιωπὴν ὡς [[πρός]] τι, [[παρέρχομαι]] ἐν σιωπῇ, κατασιωπῆσαι τὸ γεγονὸς Διοδ. Ἐκλογ. 520. 36.― Παθ., παραβλέπομαι, δὲν μνημονεύομαι, τὰς διὰ μικρότητα διαλαθούσας καὶ κατασιωπηθείσας εὐεργεσίας Ἰσοκρ. 45Ε. ΙΙ.Μεταβ. ἐνεργείας, [[κάμνω]] τινὰ νὰ τηρῇ σιωπήν, [[κατασιγάζω]], ἡ [[μεγαλοφωνία]] ἐπικρατεῖ καὶ κατασιωπᾷ τὸ ἧττον Λουκ. π. Οἴκ. 15· τὴν γυναῖκα φοβήσαντες κατεσιώπησαν Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 7· κατασιώπησον αὐτοὺς Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 13, Δὶς Κατηγ. 17· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ., [[ἐπιβάλλω]], [[ἐπιφέρω]] σιωπήν, ὁ [[κῆρυξ]] κατασιωπησάμενος ἔλεξε Ξεν. Ἑλλ. 2. 4. 20· κατασιωπήσασθαι τὸν θόρυβον= καταπαῦσαι Πολύβ. 18. 29, 9, Λουκιαν. Γυμν. 19. ΙΙΙ. ὑποτάττω διὰ σιγῆς, Δίων Χρυσ. 1. 702.
|lstext='''κατασῐωπάω''': μέλλ. -ήσομαι, παρὰ μεταγεν.-ήσω· σιωπῶ [[περί]] τινος πράγματος, πρὸς τὰ δίκαια τῶν ἐγκλημάτων οὐ κατασιωπᾶν Δημ. 1035. 7· ἀπολ., Ἰσοκρ. 167Α,κτλ. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ., τηρῶ σιωπὴν ὡς [[πρός]] τι, [[παρέρχομαι]] ἐν σιωπῇ, κατασιωπῆσαι τὸ γεγονὸς Διοδ. Ἐκλογ. 520. 36.― Παθ., παραβλέπομαι, δὲν μνημονεύομαι, τὰς διὰ μικρότητα διαλαθούσας καὶ κατασιωπηθείσας εὐεργεσίας Ἰσοκρ. 45Ε. ΙΙ.Μεταβ. ἐνεργείας, [[κάμνω]] τινὰ νὰ τηρῇ σιωπήν, [[κατασιγάζω]], ἡ [[μεγαλοφωνία]] ἐπικρατεῖ καὶ κατασιωπᾷ τὸ ἧττον Λουκ. π. Οἴκ. 15· τὴν γυναῖκα φοβήσαντες κατεσιώπησαν Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 7· κατασιώπησον αὐτοὺς Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 13, Δὶς Κατηγ. 17· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ., [[ἐπιβάλλω]], [[ἐπιφέρω]] σιωπήν, ὁ [[κῆρυξ]] κατασιωπησάμενος ἔλεξε Ξεν. Ἑλλ. 2. 4. 20· κατασιωπήσασθαι τὸν θόρυβον= καταπαῦσαι Πολύβ. 18. 29, 9, Λουκιαν. Γυμν. 19. ΙΙΙ. ὑποτάττω διὰ σιγῆς, Δίων Χρυσ. 1. 702.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>I.</b> <i>intr.</i> se taire, rester muet;<br /><b>II.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> taire, passer sous silence;<br /><b>2</b> faire taire, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> κατασιωπάομαι-ῶμαι faire taire, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[σιωπάω]].
}}
}}