κατοικία: Difference between revisions

From LSJ

ἔκδοτον σεαυτὴν τῷ σύροντι ποταμῷ τῶν πραγμάτων ἐᾶσαι → abandon yourself to the eddying flow of events

Source
(6_9)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατοικία''': ἡ, [[τόπος]], εν ᾧ κατοικεῖ τις, Πολύβ. 5. 78, 5·― [[ἀγροκήπιον]], [[χωρίον]], ὁ αὐτ. 2. 32, 4, κτλ. 2) [[πολίχνη]], [[κώμη]], [[ἀποικία]], Στράβ. 246. 249, κτλ.·― [[ὡσαύτως]] [[ἵδρυσις]] ἀποικίας, Πλουτ. Πομπ. 47.
|lstext='''κατοικία''': ἡ, [[τόπος]], εν ᾧ κατοικεῖ τις, Πολύβ. 5. 78, 5·― [[ἀγροκήπιον]], [[χωρίον]], ὁ αὐτ. 2. 32, 4, κτλ. 2) [[πολίχνη]], [[κώμη]], [[ἀποικία]], Στράβ. 246. 249, κτλ.·― [[ὡσαύτως]] [[ἵδρυσις]] ἀποικίας, Πλουτ. Πομπ. 47.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />établissement d’une colonie ; colonie.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[οἰκία]].
}}
}}

Revision as of 20:00, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατοικία Medium diacritics: κατοικία Low diacritics: κατοικία Capitals: ΚΑΤΟΙΚΙΑ
Transliteration A: katoikía Transliteration B: katoikia Transliteration C: katoikia Beta Code: katoiki/a

English (LSJ)

ἡ,

   A habitation, βαρβάρων Hecat.119 J.; τόπος εὐφυὴς πρὸς κ. Plb.5.78.5; ὑγιεινὴν ποιεῖν τὴν κ. Str.5.4.8; farm, village, Plb.2.32.4, etc.: generally, dwelling-place, Act.Ap.17.26; domicile, Mitteis Chr.31 i 23 (ii B.C.).    2 settlement, colony, Str.5.4.11; esp. of military colonies in Egypt, PTeb.61(b).227 (ii B.C.), etc.; also, = Lat. colonia, Str.6.2.5, Plu.Ant.16,App.BC5.19; κατοικίαι πόλεων foundation of colonies, Plu.Pomp.47.    3 body of residents in a foreign city, ἡ κ. τῶν ἐν Ἱεραπόλει κατοικούντων Ἰουδαίων IGRom.4.834.

German (Pape)

[Seite 1402] ἡ, Wohnung, Ansiedlung, Colonie; Strab. V, 249 u. öfter; Plut. Ant. 16; πόλεων Pomp. 47; τόπος εὐφυὴς πρὸς κατοικίαν Pol. 5, 78, 4, bei dem es auch Landhäuser bedeutet, 2, 32, 4. 5, 77, 7.

Greek (Liddell-Scott)

κατοικία: ἡ, τόπος, εν ᾧ κατοικεῖ τις, Πολύβ. 5. 78, 5·― ἀγροκήπιον, χωρίον, ὁ αὐτ. 2. 32, 4, κτλ. 2) πολίχνη, κώμη, ἀποικία, Στράβ. 246. 249, κτλ.·― ὡσαύτως ἵδρυσις ἀποικίας, Πλουτ. Πομπ. 47.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
établissement d’une colonie ; colonie.
Étymologie: κατά, οἰκία.