Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κηρύλος: Difference between revisions

From LSJ
(6_22)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κηρύλος''': ῡ, ὁ, [[εἶδος]] θαλασσίου πτηνοῦ ἐκ τοῦ εἴδους τῆς ἁλκυόνος, [[ἴσως]] τὸ Alcedo rudis, Ἀλκμὰν 12, Ἀρχίλ. 130, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 14, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 332Ε. Ὁ [[τύπος]] [[κειρύλος]], μνημονευόμενος ὑπό τινων Γραμματ. ὡς [[Ἀττικός]], ὀφείλεται πιθανῶς εἰς τὸ [[σκῶμμα]] τὸ ἐν Ἀριστοφ. Ὄρν. 300, [[ἔνθα]] οὕτω καλεῖται ὁ κουρεὺς Σποργίλος (ἐκ τοῦ [[κείρω]]), «ξυραφοποῦλι», [[οὕτως]] εἰπεῖν.
|lstext='''κηρύλος''': ῡ, ὁ, [[εἶδος]] θαλασσίου πτηνοῦ ἐκ τοῦ εἴδους τῆς ἁλκυόνος, [[ἴσως]] τὸ Alcedo rudis, Ἀλκμὰν 12, Ἀρχίλ. 130, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 14, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 332Ε. Ὁ [[τύπος]] [[κειρύλος]], μνημονευόμενος ὑπό τινων Γραμματ. ὡς [[Ἀττικός]], ὀφείλεται πιθανῶς εἰς τὸ [[σκῶμμα]] τὸ ἐν Ἀριστοφ. Ὄρν. 300, [[ἔνθα]] οὕτω καλεῖται ὁ κουρεὺς Σποργίλος (ἐκ τοῦ [[κείρω]]), «ξυραφοποῦλι», [[οὕτως]] εἰπεῖν.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />halcyon mâle <i>oiseau de mer</i>, martin-pêcheur.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. <i>skr.</i> śārá- « bariolé », śārí, nom d’un oiseau.
}}
}}

Revision as of 20:01, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηρύλος Medium diacritics: κηρύλος Low diacritics: κηρύλος Capitals: ΚΗΡΥΛΟΣ
Transliteration A: kērýlos Transliteration B: kērylos Transliteration C: kirylos Beta Code: khru/los

English (LSJ)

[ῠ], ὁ, fabulous sea-bird, sts. identified with ἀλκυών, or the male of that species (cf. Antig. ap. Hsch.), Alcm.26.2, Archil.141 (cf. 49 D.), Arist.HA593b12, Clearch.73, Ael.NA5.48: κειρύλος, Ar. Av.300 (cf. Sch.ad loc., Hsch.), applied to the barber Sporgilos (from κείρω).

German (Pape)

[Seite 1434] ὁ (vgl. κειρύλος), ein Meervogel, nach Antig. Car. 27 das Männchen des Eisvogels, ἁλκυών; Ar. Av. 300; Arist. H. A. 8, 3; vgl. Schol. Ar. Vesp. 99 u. Mosch. 3, 42 u. Leutsch im Philolog. II, 1 p. 22.

Greek (Liddell-Scott)

κηρύλος: ῡ, ὁ, εἶδος θαλασσίου πτηνοῦ ἐκ τοῦ εἴδους τῆς ἁλκυόνος, ἴσως τὸ Alcedo rudis, Ἀλκμὰν 12, Ἀρχίλ. 130, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 14, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 332Ε. Ὁ τύπος κειρύλος, μνημονευόμενος ὑπό τινων Γραμματ. ὡς Ἀττικός, ὀφείλεται πιθανῶς εἰς τὸ σκῶμμα τὸ ἐν Ἀριστοφ. Ὄρν. 300, ἔνθα οὕτω καλεῖται ὁ κουρεὺς Σποργίλος (ἐκ τοῦ κείρω), «ξυραφοποῦλι», οὕτως εἰπεῖν.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
halcyon mâle oiseau de mer, martin-pêcheur.
Étymologie: DELG cf. skr. śārá- « bariolé », śārí, nom d’un oiseau.