κόρυζα: Difference between revisions
Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz
(6_12) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κόρυζα''': -ης, -ἡ, καταρροὴ τῆς [[ῥινός]], «[[μύξα]]», λατ. pituita, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 15, κ. ἀλλ.· κορύζης τὴν [[ῥῖνα]] μεστὸς Λουκ. Νεκρικ. Διάλογ. 6, 2· πρβλ. κατάρρος. ΙΙ. μεταφ., [[μωρία]], [[βλακεία]], ὡς τὸ λατ. pituita, Λουκ. Νεκρικ. Διάλογ. 20. 4, πῶς δεῖ Ἱστ. συγγρ. 31, Ἀλέξ. 20, κ. ἀλλ., πρβλ. Casaub Pers. 2. 57· ἴδε [[βλέννα]], [[βλέννος]]. | |lstext='''κόρυζα''': -ης, -ἡ, καταρροὴ τῆς [[ῥινός]], «[[μύξα]]», λατ. pituita, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 15, κ. ἀλλ.· κορύζης τὴν [[ῥῖνα]] μεστὸς Λουκ. Νεκρικ. Διάλογ. 6, 2· πρβλ. κατάρρος. ΙΙ. μεταφ., [[μωρία]], [[βλακεία]], ὡς τὸ λατ. pituita, Λουκ. Νεκρικ. Διάλογ. 20. 4, πῶς δεῖ Ἱστ. συγγρ. 31, Ἀλέξ. 20, κ. ἀλλ., πρβλ. Casaub Pers. 2. 57· ἴδε [[βλέννα]], [[βλέννος]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> écoulement, rhume;<br /><b>2</b> rhume qui émousse la sensibilité ; sottise, stupidité.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. <i>vha.</i> hruzzan « grogner, ronfler ». | |||
}} | }} |
Revision as of 20:01, 9 August 2017
English (LSJ)
ης, ἡ,
A mucous discharge from the nostrils, rheum, Ruf. Onom.33, Gal.5.253; κορύζης τὴν ῥῖνα μεστός Luc.DMort.6.2; also, running at the nose, Gal.7.107; in this sense in pl., Hp.Prog.14, Gal. 10.513; inflammatory nasal catarrh, Hp.VM18, Gal.10.513, 18(2).180. II metaph., drivelling, stupidity, Luc.DMort.20.4, Hist. Conscr.31, Alex.20; κορύζης καὶ λέμφου ἔμπλεως Lib.Decl.33.29.
German (Pape)
[Seite 1488] ἡ, Etkältung u. daraus entstandene Krankheit, die sich am Kopf (κόῤῥη, κορυς) zu zeigen pflegt, Schnupfen, Katarrh, Hippocr. u. a. Medic.; auch die Unreinigkeit der Nase, der Rotz, κορύζης μὲν τὴν ῥῖνα, λήμης δὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς μεστὸν ὄντα Luc. D. Mort. 6, 2. – Weil dadurch die Geruchs- u. Gehörwerlzeuge abgestumpft werden, Stumpfsinn übh., Dummheit, wie pituita, λήρου πολλοῦ καὶ κορύζης συγγραφικῆς γἐμουσα Luc. hist. conscr. 31, vgl. Alex. 20; a. Sp. S. Ruhnk. zn Tim. p. 165.
Greek (Liddell-Scott)
κόρυζα: -ης, -ἡ, καταρροὴ τῆς ῥινός, «μύξα», λατ. pituita, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 15, κ. ἀλλ.· κορύζης τὴν ῥῖνα μεστὸς Λουκ. Νεκρικ. Διάλογ. 6, 2· πρβλ. κατάρρος. ΙΙ. μεταφ., μωρία, βλακεία, ὡς τὸ λατ. pituita, Λουκ. Νεκρικ. Διάλογ. 20. 4, πῶς δεῖ Ἱστ. συγγρ. 31, Ἀλέξ. 20, κ. ἀλλ., πρβλ. Casaub Pers. 2. 57· ἴδε βλέννα, βλέννος.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 écoulement, rhume;
2 rhume qui émousse la sensibilité ; sottise, stupidité.
Étymologie: DELG cf. vha. hruzzan « grogner, ronfler ».