λιθόβλητος: Difference between revisions

From LSJ

Ψεύδει γὰρ ἡ ‘πίνοια τὴν γνώμην → A second thought proves one's first thought false

Sophocles, Antigone, 389
(6_17)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῐθόβλητος''': -ον, λιθοβόλητος, καρύην... παισὶ λιθοβλήτου [[παίγνιον]] εὐστοχίης Ἀνθ. Π. 9. 3· λ. [[νιφετός]], βροχὴ λίθων, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. η΄, 59˙ [[ὡσαύτως]] λιθοβλής, ὁ, ἡ, Τζέτζ. Ἱστ. 3. 246. ΙΙ. [[λιθοκόλλητος]], κεκοσμημένος μὲ λίθους, κεκρύφαλον Ἀνθ. Π. 5. 270.
|lstext='''λῐθόβλητος''': -ον, λιθοβόλητος, καρύην... παισὶ λιθοβλήτου [[παίγνιον]] εὐστοχίης Ἀνθ. Π. 9. 3· λ. [[νιφετός]], βροχὴ λίθων, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. η΄, 59˙ [[ὡσαύτως]] λιθοβλής, ὁ, ἡ, Τζέτζ. Ἱστ. 3. 246. ΙΙ. [[λιθοκόλλητος]], κεκοσμημένος μὲ λίθους, κεκρύφαλον Ἀνθ. Π. 5. 270.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> parsemé de pierreries;<br /><b>2</b> qui attaque à coups de pierres ; qui consiste en un jet de pierres.<br />'''Étymologie:''' [[λίθος]], [[βάλλω]].
}}
}}

Revision as of 20:02, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐθόβλητος Medium diacritics: λιθόβλητος Low diacritics: λιθόβλητος Capitals: ΛΙΘΟΒΛΗΤΟΣ
Transliteration A: lithóblētos Transliteration B: lithoblētos Transliteration C: lithovlitos Beta Code: liqo/blhtos

English (LSJ)

ον,

   A stone-throwing, pelting, εὐστοχίη AP9.3.    II set with stones, κεκρύφαλα ib.5.269 (Paul. Sil.).

German (Pape)

[Seite 44] mit Steinen geworfen, mit Steinen besetzt; κεκρύφαλα, Paul. Sil. 17 V, 270), vgl. λιθοκόλλητος; καρύη, παισὶ λιθοβλήτου παίγνιον εὐστοχίης, Plat. ep. 20 (IX, 3), ein Spiel des glücklichen Steinwurfes.

Greek (Liddell-Scott)

λῐθόβλητος: -ον, λιθοβόλητος, καρύην... παισὶ λιθοβλήτου παίγνιον εὐστοχίης Ἀνθ. Π. 9. 3· λ. νιφετός, βροχὴ λίθων, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. η΄, 59˙ ὡσαύτως λιθοβλής, ὁ, ἡ, Τζέτζ. Ἱστ. 3. 246. ΙΙ. λιθοκόλλητος, κεκοσμημένος μὲ λίθους, κεκρύφαλον Ἀνθ. Π. 5. 270.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 parsemé de pierreries;
2 qui attaque à coups de pierres ; qui consiste en un jet de pierres.
Étymologie: λίθος, βάλλω.