μεθάλλομαι: Difference between revisions

From LSJ

οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)

Source
(6_5)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεθάλλομαι''': ἀποθ., ἀλλὰ παρ’ Ὁμ. ἐν χρήσει μόνον κατὰ μετοχ. ἀορ. συγκεκομμ. [[μετάλμενος]]· - [[ἐφάλλομαι]], ἐπιπηδῶ, ἐφορμῶ, ἐπὶ πολεμιστῶν, οὔτασε… [[μετάλμενος]] ὀξέϊ χαλκῷ Ἰλ. Ε. 336· οὔτασε δουρὶ μ. Ξ. 443· Τρώεσσι μ. Ν. 362· ἐπὶ λέοντος, ἥρπαξε μ. (ἐξυπ. τοῖς μήλοις) Μ. 305. 2) ὁρμῶ κατόπιν τινός, ἐν ἀγῶνι, οὐκ ἔσθ’ ὅς κέ σ’ ἕλῃσι μ. Ψ. 345. ΙΙ. πηδῶ ἀπὸ πλοίου εἰς [[πλοῖον]], Ἀππ. Ἐμφύλ. 120.
|lstext='''μεθάλλομαι''': ἀποθ., ἀλλὰ παρ’ Ὁμ. ἐν χρήσει μόνον κατὰ μετοχ. ἀορ. συγκεκομμ. [[μετάλμενος]]· - [[ἐφάλλομαι]], ἐπιπηδῶ, ἐφορμῶ, ἐπὶ πολεμιστῶν, οὔτασε… [[μετάλμενος]] ὀξέϊ χαλκῷ Ἰλ. Ε. 336· οὔτασε δουρὶ μ. Ξ. 443· Τρώεσσι μ. Ν. 362· ἐπὶ λέοντος, ἥρπαξε μ. (ἐξυπ. τοῖς μήλοις) Μ. 305. 2) ὁρμῶ κατόπιν τινός, ἐν ἀγῶνι, οὐκ ἔσθ’ ὅς κέ σ’ ἕλῃσι μ. Ψ. 345. ΙΙ. πηδῶ ἀπὸ πλοίου εἰς [[πλοῖον]], Ἀππ. Ἐμφύλ. 120.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> μεθαλοῦμαι ; <i>part. ao. syncopé</i> [[μετάλμενος]], <i>ion. p.</i> *μεθάλμενος;<br /><b>1</b> sauter, <i>càd</i> s’élancer à la suite de;<br /><b>2</b> s’élancer sur <i>ou</i> contre : τινί sur qqn.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[ἅλλομαι]].
}}
}}

Revision as of 20:02, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεθάλλομαι Medium diacritics: μεθάλλομαι Low diacritics: μεθάλλομαι Capitals: ΜΕΘΑΛΛΟΜΑΙ
Transliteration A: methállomai Transliteration B: methallomai Transliteration C: methallomai Beta Code: meqa/llomai

English (LSJ)

used by Hom. only in Ep. aor. part. μετάλμενος:—

   A leap, rush upon, of warriors, οὔτασε . . μετάλμενος ὀξέϊ δουρί Il.5.336; οὔτασε δουρὶ μ. 14.443; Τρώεσσι μ. ἐν φόβον ὦρσε 13.362; of a lion, ἥρπαξε μ. 12.305, cf. Hld.10.30.    2 rush after, in a race, οὐκ ἔσθ' ὅς κέ σ' ἕλησι μ. Il.23.345.    II leap from one ship to another in a sea-fight, ἐς ἀλλήλους App.BC5.120; spring from side to side, hither and thither, τᾷ καὶ τᾷ τὸν Ἔρωτα μετάλμενον Bion Fr.10.6, cf. Hld.6.14, Them.Or.22.269c.

German (Pape)

[Seite 111] (s. ἅλλομαι), hinüber, nach Einem springen, vom feindlichen Darauflosspringen, χαλκῷ, δουρί, Il. 5, 336. 11, 538. 14, 443, u. vom Löwen gesagt 12, 305; nachspringen, einholen, 23, 345; immer in dem syncop. aor. μετάλμενος. Sonst nur bei Sp., εἴς τινα, App. B. C. 5, 120; ἐπὶ τὸν βόθρον, Mel. 6, 14.

Greek (Liddell-Scott)

μεθάλλομαι: ἀποθ., ἀλλὰ παρ’ Ὁμ. ἐν χρήσει μόνον κατὰ μετοχ. ἀορ. συγκεκομμ. μετάλμενος· - ἐφάλλομαι, ἐπιπηδῶ, ἐφορμῶ, ἐπὶ πολεμιστῶν, οὔτασε… μετάλμενος ὀξέϊ χαλκῷ Ἰλ. Ε. 336· οὔτασε δουρὶ μ. Ξ. 443· Τρώεσσι μ. Ν. 362· ἐπὶ λέοντος, ἥρπαξε μ. (ἐξυπ. τοῖς μήλοις) Μ. 305. 2) ὁρμῶ κατόπιν τινός, ἐν ἀγῶνι, οὐκ ἔσθ’ ὅς κέ σ’ ἕλῃσι μ. Ψ. 345. ΙΙ. πηδῶ ἀπὸ πλοίου εἰς πλοῖον, Ἀππ. Ἐμφύλ. 120.

French (Bailly abrégé)

f. μεθαλοῦμαι ; part. ao. syncopé μετάλμενος, ion. p. *μεθάλμενος;
1 sauter, càd s’élancer à la suite de;
2 s’élancer sur ou contre : τινί sur qqn.
Étymologie: μετά, ἅλλομαι.