μετοικίζω: Difference between revisions
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
(6_13b) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μετοικίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, ὁδηγῶ τινα εἰς ἄλλον τόπον, Ἀριστ. Οἰκ. 2. 33· [[σφᾶς]] αὐτοὺς εἰς Ρώμην Πλουτ. Ρωμ. 17, κτλ.· καὶ [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Συλλ. Ἐπιγρ. 2211. 10· - μεταφ., μ. τὰς φρένας Μελάνθ. παρὰ Πλουτ. 2. 551Α· - ἐν τῇ Παθ. φωνῇ, [[ἀπέρχομαι]] εἰς [[ἄλλην]] πόλιν, [[μεταναστεύω]], Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 754. | |lstext='''μετοικίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, ὁδηγῶ τινα εἰς ἄλλον τόπον, Ἀριστ. Οἰκ. 2. 33· [[σφᾶς]] αὐτοὺς εἰς Ρώμην Πλουτ. Ρωμ. 17, κτλ.· καὶ [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Συλλ. Ἐπιγρ. 2211. 10· - μεταφ., μ. τὰς φρένας Μελάνθ. παρὰ Πλουτ. 2. 551Α· - ἐν τῇ Παθ. φωνῇ, [[ἀπέρχομαι]] εἰς [[ἄλλην]] πόλιν, [[μεταναστεύω]], Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 754. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> μετοικίσω, <i>att.</i> μετοικιῶ;<br />transporter dans une autre résidence, <i>particul.</i> conduire une colonie ; <i>fig.</i> mettre hors de soi, acc..<br />'''Étymologie:''' [[μέτοικος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:02, 9 August 2017
English (LSJ)
A lead settlers to another abode, Arist.Oec. 1352a33, OGI264.7 (Pergam.), Act.Ap.7.4; σφᾶς αὐτοὺς εἰς Ῥώμην Plu.Rom.17: metaph., τὰς φρένας μ. Melanth. Trag.1:—Pass., Aristeas 4:—Med., Μυτιλήνη σῶμα μετῳκίσατο IG12(2).443 (Mytil.); also, go to another country, emigrate, Ar.Ec.754, App.Pun.84: metaph., τὸν κλόνον εἰς ὃν ἡ ψυχὴ μετῳκίσατο Ph.1.232. 2 later intr. in Act., SIG880.45 (iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 161] in einen andern Wohnsitz bringen, übersiedeln, eine Colonie wohin führen, Arist. u. Sp. – Med. sich anders wohin begeben, um sich anzusiedeln, Ar. Eccl. 754 u. Sp. – Pass., μετοικισθῆναι παρ' ἑτέρου πρὸς ἕτερον, Luc. Tim. 21.
Greek (Liddell-Scott)
μετοικίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, ὁδηγῶ τινα εἰς ἄλλον τόπον, Ἀριστ. Οἰκ. 2. 33· σφᾶς αὐτοὺς εἰς Ρώμην Πλουτ. Ρωμ. 17, κτλ.· καὶ οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Συλλ. Ἐπιγρ. 2211. 10· - μεταφ., μ. τὰς φρένας Μελάνθ. παρὰ Πλουτ. 2. 551Α· - ἐν τῇ Παθ. φωνῇ, ἀπέρχομαι εἰς ἄλλην πόλιν, μεταναστεύω, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 754.
French (Bailly abrégé)
f. μετοικίσω, att. μετοικιῶ;
transporter dans une autre résidence, particul. conduire une colonie ; fig. mettre hors de soi, acc..
Étymologie: μέτοικος.